Ήρθες απόψε στη βαρδιόλα να με δεις,
σε βάρδια
ωκεάνια, μεσάνυχτα και κάτι.
Κρυφοκοιτάζει o Sirius ,o αναιδής
κι όλο σου
κλείνει πονηρά το μάτι.
Την ομορφιά
σου ζήλεψε και τ άσπρο σου φουστάνι
και τα
μαλλιά που ανέμελα, ριγμένα είχες στους ώμους.
Θαρρούσε με
τη λάμψη του, πως θα σε ξετρελάνει,
γιατί δεν
ήξερε της Γης, του Έρωτα τους νόμους.
Δεν ήρθες
μεσοπέλαγα για να φλερτάρεις άστρα.
Τον Ναύτη
σου ήρθες για να δεις, που μήνες ταξιδεύει,
και το καημό
της μοναξιάς, πλέκει σαν σαλαμάστρα
κι ότι ποθεί
στον ύπνο του και στ’ όνειρο γυρεύει.
Μ’
αγκάλιασες και γύρισες στον Sirius τη πλάτη,
και σ’ ένα
σύννεφο περαστικό, έκρυψε τη ντροπή του.
δεν το
περίμενε ποτέ, να μείνει αμανάτι
και έψαχνε της
ήττας του, να βρει άκρη του μίτου.
Στη Γη του
είπε ο Aldebaran, που
του κρατούσε τσίλια,
δεν τα
μοιράζουν τα φιλιά, στων αστεριών τη χάρη.
Όσες
γυναίκες αγαπούν, δεν λογαριάζουν μίλια,
στο Ναύτη
δίνουν τα φιλιά και σκας εσύ ζηλιάρη.