Ο ίσκιος της
χαρουπιάς
Στρίγγλισαν τα λάστιχα του αυτοκινήτου και σταμάτησε σύριζα στο πεζοδρόμιο. Το απότομο φρενάρισμα, ξάφνιασε τους ξένοιαστους τουρίστες, που χάζευαν τις βιτρίνες των τουριστικών καταστημάτων. Όταν συνήλθαν συνέχισαν ανέμελοι να περπατούν στο στενό πεζοδρόμιο. Τα καλάθια με τα λογής-λογής εμπορεύματα, έκαναν ακόμα πιο στενό το πεζοδρόμιο και όλοι ακουμπούσαν ο ένας τον άλλον περπατώντας και χαζεύοντας. Λίγοι ψώνιζαν μικρό-δωράκια και καρτ ποστάλ , ενθύμια της επίσκεψης τους, στο νησί μας. Στο ταχυδρομείο αργότερα , τις έστελναν στους φίλους τους, στις μακρινές πατρίδες τους, για να τους κάνουν να ζηλέψουν.
Ο Γιάννης, ο τελευταίος από τους πέντε
γιούς του μακαρίτη του μπάρμπα Μηνά, του τσαγκάρη που άφησε αυτόν τον μάταιο
κόσμο, πέρυσι τέτοια εποχή, λίγο πριν την έναρξη της τουριστικής περιόδου, ήταν
ο οδηγός του αυτοκινήτου που με το βίαιο φρενάρισμα, έκανε αισθητή την παρουσία
του. Με τα λίγα χρήματα, κληρονομιά του μακαρίτη πατέρα και με δόσεις τα υπόλοιπα, αγόρασε αυτό το
σπορ αυτοκίνητο, με το χρώμα της φωτιάς, κατακόκκινο. Ένοιωθε άλλος άνθρωπος από τότε και το καμάρωνε, σαν όλους τους συνομήλικους
του, στο τουριστικό χωριό.
-Έλα
John του φώναξε από την διπλανό cafe ο Νικόλας,
ο φίλος και παλιός συμμαθητής του.
Πολλά
πράγματα άλλαξαν από τον ερχομό των τουριστών. Ο Γιάννης έγινε John και το καφενείο, cafe. Ξεχάσθηκαν παλιές
συνήθειες και καινούργιες παίρνουν τις θέσεις τους. Ακόμη και το καλοκαίρι διαρκεί περισσότερο. Τα παλιά σοκάκια
του χωριού γεμίζουν από κόσμο και οι ξενόγλωσσες επιγραφές αντικατέστησαν τις
καλλίγραμμες ελληνικές. Άδικα προσπαθούν οι ηλικιωμένοι να διαβάσουν και να
καταλάβουν τα ακαταλαβίστικα, αλλά καμαρώνουν
τα εγγόνια τους, που με μεγάλη ευκολία τους
εξηγούν το κάθε τι. Ακόμα και όταν δεν καταλαβαίνουν, κουνούν
συγκαταβατικά το κεφάλι τους και αποδέχονται τα καινούργια πράγματα. Μαζί με όλα αυτά, οι τουρίστες έφεραν και
χρήμα κι αυτό είναι καλοδεχούμενο. Άγονη η γη του χωριού. Δύσκολα τα έφερναν
βόλτα οι γεωργοί που καλλιεργούσαν λαχανικά και μάζευαν τις λίγες ελιές τους,
για να θρέψουν τα παιδιά τους. Έκλεισαν και οι λιγοστές μπακαλοταβέρνες και τα παλιά ουζερί του μικρού λιμανιού. Εκεί
που σύχναζαν οι ψαράδες, για να είναι κοντά στη θάλασσα και στις ψαρόβαρκες
τους. Όλα έγιναν disco club, café bar,pizza house και το μόνο που άντεξε ήταν ο καπετάν Αντώνης , που από πείσμα θαρρείς, συνεχίζει
να μπαλώνει τα δίχτυα του στην αποβάθρα, στον ελάχιστο χώρο που του άφησαν οι
καταστηματάρχες, χωρίς να στρώσουν τραπεζοκαθίσματα.
Ελάτε να σας κεράσω κάτι, πρότεινε ο
Νικόλας όταν πρόσεξε την συνοδό του Γιάννη πλησιάζοντας το σταματημένο αυτοκίνητο. Και κάτι να σου πω ρε φίλε, που πιστεύω θα σε ενδιαφέρει. Έσκυψε και χτύπησε φιλικά στη
πλάτη τον Γιάννη, από το ανοιχτό παράθυρο. Πίσω από τα σκούρα γυαλιά του,
κοιτούσε την όμορφη συνοδό, που την
έβλεπε πρώτη φορά. Φορούσε μόνο το μαγιό της και οι αχτίδες του καλοκαιριάτικου
ήλιου τις χάιδευαν το καλλίγραμμο σώμα. Ανταπέδωσε το hallo και του χαμογέλασε.
Ο στενός
δρόμος, δημιουργούσε προβλήματα στη κυκλοφορία. Κορνάριζαν νευριασμένα οι
διερχόμενοι οδηγοί, αλλά οι δυο φίλοι φλυαρούσαν, χωρίς να δίνουν σημασία. Ο
Νικόλας “έτρωγε” με τρόπο την όμορφη τουρίστρια, που απολάμβανε τον ήλιο και
περίμενε υπομονετικά να βρεθεί στη θάλασσα για το μπάνιο της.
-Αυτό μας έλλειπε ρε Νικόλα, να άφηνα νε
με πιάσει κορόιδο ο Γερμανός, τόνισε κάπως νευριασμένος ο John απαντώντας στη πρόταση που του
έκανε. Η λέξη Γερμανός ίσως να ήταν αφορμή, να μετακινηθεί από τη θέση της
η κοπέλα, που τόση ώρα παρέμενε ακίνητη
ακούγοντας τα κορναρίσματα και τις βρισιές των άλλων οδηγών. Ίσως μονάχα αυτή τη λέξη να κατάλαβε από όλη
τη συζήτηση των δύο φίλων, γιατί κι αυτή ήταν Γερμανίδα. Κάτι πήγε να ρωτήσει
αλλά προτίμησε, να κλείσει τα μάτια της στον ήλιο και να αφεθεί στο χάδι του.
Χωρίζοντας οι φίλοι, έδωσαν ραντεβού για το βράδυ. Ο John θυμήθηκε
ότι είχε υποσχεθεί στην κοπέλα ένα μπάνιο, στην νότια πλευρά του νησιού και
είχε αργήσει. Πάτησε με δύναμη γκάζι και
χάθηκε στη στροφή του δρόμου. Έμεινε η μυρωδιά από καμένο λάστιχο και άκαυτη
βενζίνη. Ένας περαστικός ψιθύρισε κάποια βρισιά και ξερόβηξε. Ο Νικόλας φανταζόταν τα ξανθιά μαλλιά, να
ανεμίζουν σαν ώριμα στάχυα σε λιβάδι και
επέστρεψε στο bar που καθόταν πριν την συνάντηση.
Στο ποτήρι του, πάλευε μια μύγα να μη
πνιγεί στην πορτοκαλάδα που είχε απομείνει. Απεγνωσμένη κουνούσε τα φτερά της
για να σωθεί, αλλά μάταια. Εξαντλημένη από την προσπάθεια απόμεινε ασάλευτη στη
μέση του ποτηριού και νεκρή επίπλεε στον φρέσκο χυμό. Φώναξε τον γνώριμο του
σερβιτόρο και τον πλήρωσε . Φόρεσε τα σκούρα του γυαλιά που είχε
ακουμπήσει πάνω στο τραπέζι και
απομακρύνθηκε. Η ηλικιωμένη τουρίστρια
από το διπλανό τραπέζι, τον έτρωγε μέχρι εκεί που έφθαναν τα γερασμένα μάτια
της.
Την επομένη στο συμβολαιογραφείο, όλα
τέλειωσαν πολύ γρήγορα και απλά. Ο Γερμανός
δεν έκρυβε την ικανοποίηση του. Πολλά είχε ακούσει για την γραφειοκρατία της
Ελλάδας και τώρα απορούσε ευχαριστημένος. Με Γερμανική προφορά πέταξε ένα ευχαριστώ στην
Συμβολαιογράφο και αποχώρισε από το γραφείο της. Ένα παλιό όνειρο, έγινε πραγματικότητα.
Χαρούμενος καθώς ήταν, δεν περίμενε το ασανσέρ και κατέβηκε από τον τρίτο όροφο
με τα πόδια. Ένοιωσε νέος, σαν και τότε που ήρθε πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Ο John, έμεινε πίσω στην συμβολαιογράφο. Ήταν χαρούμενος κι αυτός, μέχρι και να της
κάνει το τραπέζι το μεσημέρι στο κινέζικο εστιατόριο, της πρότεινε. Δεν
στεναχωρήθηκε για την ευγενική και επαγγελματική άρνηση της. Οι μερικές
χιλιάδες μάρκα που είχε στη τσέπη, τον έκαναν να νοιώθει άλλος άνθρωπος. Η
όμορφη Γερμανίδα που είχε γνωρίσει πριν λίγες μέρες , τον βοήθησε , πείθοντας
τον Γερμανό να αποφασίσει για την αγορά του κτήματος που πωλούσε και του
πρότεινε ο Νικόλας. Με τα λεφτά στη τσέπη, υπολόγιζε να περάσει καλά. Τι το ήθελε
και το κρατούσε ο μακαρίτης ο πατέρας. Άχρηστο ήταν. Μόνο ο Βαγγέλης έβοσκε σ’
αυτό τα πρόβατα του, προσπάθησε να δικαιολογήσει τις τύψεις της στιγμής, βάζοντας
μπροστά το σπορ αυτοκίνητο. Βιαζόταν να συναντήσει τη φίλη που θα τον περίμενε,
έτοιμη για το καθημερινό τους μπάνιο.
Στον ίσκιο της χαρουπιάς, που είχε
ξαποστάσει πριν πολλά χρόνια, τότε που ήταν ακόμα νέος και πολεμούσε με μανία
για την παντοκρατορία της πατρίδας του, έτρεξε να χαρεί τη στιγμή, που έγινε κτήμα του. Χωρίς να πιεί ούτε νερό, από την
συμβολαιογράφο, βρέθηκε στην χαρουπιά του.
Είχε επιζήσει από την πτώση με το
αλεξίπτωτο. Τότε που αρκετοί πατριώτες του αλεξιπτωτιστές, δεν πρόλαβαν να
πατήσουν τα πόδια τους στα χώματα του νησιού. Είχαν σκοτωθεί από τα χέρια των
πατριωτών, που υπεράσπιζαν το νησί και μάλιστα με άνισα μέσα. Έμεινε ζωντανός
και στις μετέπειτα πολεμικές επιχειρήσεις. Νικητής στην αρχή και ηττημένος στο τέλος. Ο πόλεμος τέλειωσε πριν πολλά
χρόνια και τώρα σε μεγάλη ηλικία, κάτω από τον ίσκιο της χαρουπιάς, αναπολεί τα
περασμένα. Κοιτάζει μια τον ουρανό και μια το ανοιχτό πέλαγος. Από τον ουρανό
κατέβηκε στο νησί σαν κατακτητής και από τη θάλασσα το εγκατέλειψε ηττημένος.
Μόνο αυτός ξέρει τι σκέφτεται. Θα έχει μετανιώσει? Μπορεί να ζητήσει συγνώμη από
τον μπάρμπα Βαγγέλη, που αμέριμνος συνεχίζει
να βόσκει τα λίγα πρόβατα του, στο όμορο χωράφι με το δικό του τώρα πια.
Τα χρόνια του πολέμου ήταν παιδί ακόμα ο
Βαγγέλης. Τότε ήταν που έχασε για πάντα τη φωνή του. Μια γλυκιά και απαλή παιδική φωνή. Όλοι έλεγαν ότι θα
μπορούσε να γίνει τραγουδιστής ή δεξιός ψάλτης, στην εκκλησία του χωριού. Μια
κουραμάνα προσπάθησε να κλέψει για να ξεγελάσει τη πείνα του και των μικρότερων
αδελφών του. Στάθηκε άτυχος και τον
έπιασε ο Γερμανός φρουρός. Αλύπητα τον χτύπησαν και έχασε για πάντα τη φωνή
του. Κάποιο χτύπημα στο κεφάλι, στάθηκε μοιραίο. Θα μπορούσε και να είχε
πεθάνει. Φτηνή ήταν η ζωή, για μικρούς και μεγάλους τα χρόνια εκείνα και ο
κατακτητής πολύ σκληρός. Πέρασαν τα χρόνια. Ο μικρός Βαγγέλης μεγάλωσε, χωρίς
φωνή και με άσβεστο μίσος για τους αίτιους. Αυτούς που καταπάτησαν το χωριό του και για
ένα κομμάτι ψωμί, τον χτύπησαν βάναυσα κι αλύπητα. Ήταν παιδί και τα παιδιά δεν ξεχνούν. Ούτε
στην εκκλησία πήγε άλλη φορά. Το τάμα που έκανε η μάνα του, δεν του έδωσε πίσω
τη φωνή του. Χωρίς φωνή, τι να κάνει στο στασίδι.
Το ηλιοβασίλεμα πλησιάζει και ο Karl παραμένει
κάτω από την χαρουπιά. Έκοψε ένα χαρούπι
και το μάσησε. Το στόμα του θα ήταν πικρό, από το τσιμπούκι που κάπνιζε ασταμάτητα,
όλες τις ώρες της αναπόλησης του. Σηκώθηκε κι έκανε μια περιφορά γύρω από τον
κορμό του δένδρου, που ήταν παραφορτωμένο με καρπό. Με την γλυκιά γεύση στο
στόμα και βλέποντας τον ήλιο να ετοιμάζεται να κρυφτεί πίσω από την βουνοκορφή,
πήρε το μονοπάτι για το χωριό. Έτσι θα συντόμευε την απόσταση.
Ο Βαγγέλης ετοιμάζεται να μαζέψει τα
πρόβατα του, για το μαντρί. Δεν γνώριζε ποιός είναι ο γείτονας του και τον
παρακολουθούσε μέχρι που χάθηκε από τα μάτια του. Δεν του άρεσε η παρουσία του
ξένου. Είχε συνηθίσει στη μοναξιά του και σήμερα ταράχθηκε. Μέτρησε και ξανά
μέτρησε τα πρόβατα του. Έτσι ξεχνούσε ότι δεν του άρεσε.
Με το ηλιοβασίλεμα γέμιζαν οι δρόμοι του
χωριού. Ξεκούραστοι μετά τον απογευματινό ύπνο οι τουρίστες, ξεχύνονταν σαν
μαθητές, με το χτύπημα του κουδουνιού. Άλλοι
έκαναν βόλτες πέρα δώθε και άλλοι πήγαιναν για καφέ ή για χυμό. Οι νιόφερτοι
ξεχώριζαν. Βιαζόταν να μαυρίσουν και
τους έκαιγε Μεσογειακός ήλιος και όλοι μαζί περίμεναν να ανοίξουν τα νυχτερινά
κέντρα, για να ξεσαλώσουν στο χορό και στο ποτό. Όλοι γέμιζαν τις μπαταρίες
τους και με ευχάριστες αναμνήσεις, θα περνούσαν το βαρύ χειμώνα στις παγωμένες
πατρίδες τους.
Μετά τον John, κι ο Νικόλας είχε
πάρει την απόφαση του. Πήγε στη παραλία.
Χάζεψε τα καινούργια κότερα. Πήγε στο φάρο και αγνάντεψε το γαλάζιο πέλαγος. Αφού ονειρεύτηκε πήρε το στενό δρομάκι που
οδηγούσε στο παλιό τσαγκάρικο του μπάρμπα Μηνά.
Έκλεισε τα αυτιά του, να μην ακούει το σφυρί που κάρφωνε τις σόλες και το ακόνισμα της φαλτσέτας. Δεν ωφελούν οι
αναμνήσεις δικαιολογήθηκε, μπαίνοντας στο «Μεσιτικό γραφείο η εχεμύθεια», που
είχε πάρει τη θέση στο τσαγκάρικο. Ο που πριν γίνει Μεσίτης, ήταν μετανάστης
στο Βέλγιο, τον καλοδέχθηκε. Δεν τον
εκτιμούσαν στο χωριό, γιατί δεν είχε κάνει προκοπή σαν μετανάστης, όπως έλεγαν αυτοί που τον
γνώριζαν. Έμαθε όμως να συνδιαλέγεται με τους τουρίστες , σε δυο τρεις γλώσσες.
Σοβαρό πλεονέκτημα ειδικά σ’ αυτά τα πρώτα χρόνια της τουριστικής «ανάπτυξης».
Με τους γκρίζους κροτάφους και την απαραίτητη σοβαροφάνεια, παζάρευε στους
ξένους και πωλούσε τα ντόπια οικόπεδα και κτήματα. Κάπως δειλά πέρασε την πόρτα
ο Νικόλας. Αποφάσισα να πουλήσω το κτήμα
δίπλα από την χαρουπιά, που πούλησες στο Γερμανό, είπε στο μεσίτη.
« Περνάει κάποια κρίση η αγορά, αλλά θα
προσπαθήσω κάτι να κάνω, του απάντησε. Πέρασε σε τρεις μέρες να δω τι μπορώ να
κάνω». Είχε έτοιμο αγοραστή τον Karl και λογάριαζε το κέρδος
του από την μεσολάβηση, τρίβοντας τα χέρια του, όπως κάνουν όλοι σαν βλέπουν το
εύκολο κέρδος να τους χτυπά την πόρτα.
Φεύγοντας από τον Μεσίτη, πήγε στο μπαρ που τον περίμενε ο John και έπινε ήδη το δεύτερο ποτό.
«φέρε μας άλλα δυο», φώναξε στον σερβιτόρο, πριν προλάβει να καθίσει
καλά – καλά ο Νικόλας. « Έχω καλά νέα. Ο γέρο Γερμανός είναι έτοιμος να αγοράσει και το
δικό σου και σε καλή τιμή. Μου το είπε η φίλη μου η Γερμανίδα. Θέλει να
μεγαλώσει το κτήμα που αγόρασε από μένα και τον έχουμε στο χέρι».
- Μα τώρα πήγα στον Μεσίτη ρε John!
- Ρε ξέχνα τον. Κι εγώ είχα πάει, αλλά ας
είναι καλά η Γερμανίδα. Καλλίτερα να φάμε μαζί της τα μεσιτικά, παρά να τα φάει
ο «Βέλγος».
Με ένα αραχνούφαντο άσπρο φόρεμα και μια
κόκκινη τσάντα στον ώμο, φάνηκε η φίλη του Γιάννη. Την καλωσόρισαν με μια φωνή
και ο Γιάννης τράβηξε μια καρέκλα να καθίσει δίπλα τους. Άρχισε να φυσάει
θαλασσινή αύρα και η θάλασσα ανάδυε μαγεία. Το λευκό της φόρεμα τόνιζε πιο
έντονα το μαύρο χρώμα στο κορμί της, που απλόχερα της χάρισε ο Κρητικός ήλιος.
Την μεθεπομένη, πριν το μεσημεριανό
μπάνιο, το αυτοκίνητο του Νικόλα, ένα
παλιό Fiat, ανηφόριζε
προς το κτήμα με τη χαρουπιά. Που θα πάει, σε λίγο θα έχω κι εγώ ένα ολοκαίνουργιο
σαν του Γιάννη, σκεφτόταν καθώς
πλησίαζαν. Ο θόρυβος της παλιάς
μηχανής τρόμαξε τα πρόβατα του Βαγγέλη
που έβοσκαν εκεί τριγύρω. Κοντά στη χαρουπιά, το αυτοκίνητο σταμάτησε. Πρώτος
κατέβηκε ο Νικόλας και με δυνατή φωνή, χαιρέτησε τον Βοσκό. Μετά ο Γιάννης και
τελευταίος ο Γερμανός. Πριν καθίσουν στη σκιά, έδειξαν στον Καρλ το κτήμα που
πουλούσε ο Νικόλας. Συνόρευε από ανατολικά με αυτό που είχε αγοράσει και το
διπλασίαζε. Έκρυψε την ικανοποίηση του, αλλά έδειξε ότι θα συμφωνούσε στην
αγορά του.
Ο Βαγγέλης πέταξε μια πέτρα ψηλά στον
ουρανό, θέλοντας να διώξει το γεράκι που γυρόφερνε από το πρωί, πάνω από τα
πρόβατα του. Πέφτοντας έπεσε πάνω σε άλλη πέτρα και έσπασε σε μικρά- μικρά
κομμάτια. Το γεράκι χάθηκε με κατεύθυνση τη Σελένα, το ψηλό βουνό που φωλιάζουν αετοί και γεράκια. Με τον πιστό
του φίλο, τον σκύλο του τον Τζακ, ο Βαγγέλης πλησίασε προς την χαρουπιά, που
καθόταν οι χωριανοί του μαζί με τον άγνωστο γέροντα. Με μισά Ελληνικά, με λίγα
εγγλέζικα και κάποια σπαστά Γερμανικά, παζάρευαν το
κτήμα που
πουλούσαν. Χρόνια ήταν ακαλλιέργητο και
τα λίγα χόρτα που φύτρωναν, έβοσκαν τα πρόβατα του.
Ζωντάνεψαν παλιές εφιαλτικές μνήμες στον
Βαγγέλη, μόλις κατάλαβε ότι ο ξένος ήταν Γερμανός. Τον θυμήθηκε και από την προηγούμενη επίσκεψη
του κι αγρίεψε. Βόλι και άγριο χτύπημα, σαν και τότε που τον χτύπησαν παιδί, η κάθε
λέξη του Γερμανού.
« Μη πουλήσεις Λευτέρη, μη πουλή» βγήκε μια
φωνή κραυγή κι έχασε και πάλι τη φωνή του. Δεν μας κέρδισαν στο πόλεμο με τα
όπλα τους και θα μας κερδίσουν τώρα με τα μάρκα, θα ήθελε να φωνάξει. Συνέχισε να ανοιγοκλείνει το στόμα του, όπως
όταν μιλούν οι άνθρωποι, μα άδικα. Δεν άρθρωσε άλλες λέξεις. Μόνο λίγο σάλιο
βγήκε από το στόμα του και ένας μεγάλος καημός. Ο σκύλος γάβγισε άγρια και τα
πρόβατα έτρεξαν κοντά του και οι δυο
φίλοι με σκυφτό το κεφάλι προσπάθησαν να κρύψουν την ντροπή τους.
Άλλη λέξη δεν ξεστόμισε ο Καρλ. Σαράντα
χρόνια πριν, είχε νοιώσει την ίδια άγρια ματιά. Τα άγρια ματιά, όταν τα μάτια
όταν έχουν δίκιο. Έδωσε το χέρι του στον Βαγγέλη με σκυφτό το κεφάλι κι όταν ο
Βαγγέλης του έδωσε το δικό του, ο Γερμανός τον αγκάλιασε σφιχτά κι αμίλητος, σαν τον
βουβό Βαγγέλη, του φίλησε το χέρι.
Ο ήλιος έκαιγε και η σιωπή έκανε τη
δουλειά της. Κάποιες φορές, έχει
μεγαλύτερη δύναμη από τα λόγια. Όπως ήρθαν, μπήκαν στο αυτοκίνητο και έφυγαν. Ο γερμανός κοιτούσε τον Βαγγέλη που ακουμπούσε
στη ρίζα της χαρουπιάς, μετρούσε τα πρόβατα του και ήταν ήρεμος αυτή τη φορά. Με ένα
χαιρετισμό και μια αγκαλιά, έσβησε το μίσος τόσων χρόνων που τον ροκάνιζε και
όχι άδικα. Έχασε τη φωνή του και τόσοι άλλοι, έχασαν τις ζωές τους. Ο πόλεμος
είναι έγκλημα. Η ειλικρινής συγνώμη, δεν φέρνει πίσω ούτε φωνή κι ούτε ζωές.
Είναι όμως φως στο σκοτάδι. Είναι ένα φεγγίτης ανοικτός για να φύγει το μίσος
και να ανθρωπέψει ο άνθρωπος. Ο Βαγγέλης αγαπούσε πολύ τα πρόβατα του όλα αυτά
τα χρόνια. Σήμερα ένοιωσε την επιθυμία να αγαπήσει και τους εχθρούς του.
Στο συμβολαιογραφείο αγόρασε και το άλλο
κτήμα ο Καρλ και έκανε δώρο και τα δυο στον Βαγγέλη, με ένα όρο. Να του
επιτρέπει για όσα χρόνια ζει, να ξαποσταίνει στον ίσκιο της χαρουπιάς.
Χαρούμενος
ζήτησε χαρτί και μολύβι ο γέρο Βοσκός. Με τα λίγα γράμματα που έμαθε στη
πρώτη τάξη που πήγαινε όταν χτυπήθηκε προσπάθησε και έγραψε δυο αράδες.
«Καρλ σ’ ευχαριστώ και με συγχωρείς που σε
μισούσα τόσα χρόνια. Σ’ ευχαριστούν και τα πρόβατα μου, που θα βόσκουν στα
χωράφια μας. Εσείς παλικάρια μου, μη πουλάτε τη γη των παππούδων σας. Για τη Γη
γίνονται οι πόλεμοι».
Στα επόμενα καλοκαίρια, πολύ γέρος ο Καρλ
και γέρος πια και ο Βαγγέλης, απολάμβαναν τη σκιά της χαρουπιάς τους. Αμίλητοι έλεγαν πολλά. Για τα εγκλήματα
του πολέμου. Για τον Ναζισμό και στο τέλος για την ελευθερία Για την αγάπη της ζωής και το βλέμμα τους ήταν
γλυκό, σαν το καρπό της χαρουπιάς. Φεύγοντας κάθε φορά ο Καρλ, έκοβε τρία
χαρούπια. Έβαζε ένα στο στόμα του και τα άλλα τα κρατούσε για το δρόμο . Ο
Βαγγέλης τον παρακολουθούσε μέχρι που χανόταν στο κεντρικό δρόμο, μήπως
παραπατήσει και χρειαζόταν την βοήθεια του.
Καραβαϊκή 25 Μάη 1995
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου