Φωνή Βολιβίας

 

Μια νύχτα που ταξίδευα ανοιχτά απ’ την Αρίκα,

άκουσα μια παράξενη, γεροντική φωνή.

Γλώσσα μιλούσε άγνωστη που έμοιαζε των Ίνκα,

και για να ακούω θα έκανε, τα χέρια του χωνί.

Ταξιδευτή τη γλώσσα μου, δεν την καταλαβαίνεις,

μα κάνε λίγη υπομονή κι όλα θα στα εξηγήσω.

Θα σου κρατάω συντροφιά, στη costa που διαβαίνεις,

τα βάσανα που πέρασα θέλω να μολογήσω.

Τους πρόγονους μου λέγανε κάποτε Αίμάρα

και ζούσαν ήσυχη ζωή, πριν τους κατακτητές.

Δεν ξέρω γιατί οι Θεοί, τους δώσανε κατάρα,

και τους εσκλάβωσαν παλιά, των Ίνκας μαχητές.

Αυτούς μετά ακολούθησαν Ισπανοί κονκισταδόροι,

κι ύστερα πόλεμοι πολλοί, με όλους τους γειτόνους.

Τη θάλασσα μας χάσαμε και μείναμε στα όρη,

μα ακόμα κι ως το σήμερα, τιμάμε τους προγόνους.

Ναύτη που με υπομονή, μ’ άκουγες τόση ώρα,

στη Βολιβία σε καλώ κι ότι έχω θα σου δώσω.

Τον Τσε κι αν τον σκοτώσαμε, σε τούτη εδώ τη χώρα,

μα όρκο σου δίνω, τον φονιά, εγώ θα τον σκοτώσω.

…………………………………………………………………………

 

Το χέρι μου στον ουρανό, θέλω να ακουμπήσω,

από κορφή των Άνδεων, τη Φύση να φιλήσω.

Κι αν δεν έρθω στη Χώρα σου, η μουσική με φέρνει

κι η φαντασία βοηθά, που όλο θαλασσοδέρνει.

Ονείρου σαλπάρισμα

 

 

Στις πρύμνες των παλιών φορτηγών,

τα όνειρα ακολουθούνε τη προπέλα.

Χωρίς τις οδηγίες Πλοηγών,

λιμάνι πιάνουνε συχνά και στα μπουρδέλα

 

Με αμανέδες ξεγελούνε τους καημούς,

Ναύτες, Μηχανικοί, Καπεταναίοι.

Με όνειρα ταξιδεύουνε, σ’ έναστρους ουρανούς

και αστροναύτες όλοι, νοιώθουνε γενναίοι.

 

Πάνω σε κάβους και χονδρά σχοινιά,

τα μυστικά τους βγάζουνε στα φόρα.

Κάνει  ο Ναύτης παρατιμονιά,

όταν θυμάται, στο χωριό του, τη Θοδώρα.

 

Μαύροι-λευκοί και κίτρινοι καημοί,

όλοι δεμένοι σ’ ένα κόμπο.

Όταν αργούσε η στεριά για να φανεί,

ξεσπούνε όλοι στον Κολόμβο.

 

Σκληρή ζωή, δίχως χαρά κι ούτε φιλιά

κι οι πεθυμιές τους, στο λαιμό είναι θηλιά.

Όλοι μαζί σαλπάρουνε σε ρότες χωριστές

κι ελπίζανε να φθάσουνε, σ’ αγκάλες ανοιχτές.

                                          

 

                                   22 Μάρτη ‘94

Ατιτλο 11

  Κάτω από τη φυλλωσιά , του γέρο πλάτανου, σμίγοντας τα όνειρα μας, χτίζαμε το Μέλλον. Ήταν ανθρώπινα, ζεστά και σαν το μπόι ...