Νεάνθρωπος


Μου στριμώξαν το μυαλό μου,
σαν κονσέρβα σε κουτί.
Ένα ράγισμα έχει μόνο
κι έτσι παίρνω αναπνοή.

Τη καρδιά μου μαχαιρώνουν,
με μαχαίρια ηλεκτρικά.
Ψάχνω να βρω τη σκιά μου,
δεν την βρίσκω πουθενά.

Μου ‘χουν κλέψει τη φωνή μου
κι όλα γύρω σιωπηλά.
Μοιάζει το στόμα μου με τρύπα
και η γλώσσα δεν μιλά.

Αντί για ώτα έχω κεραίες,
που γυρίζουν σφαιρικά.
Ακούω υπόκοφους θορύβους,
μα όχι τους χτύπους της καρδιάς.

Βλέπω μίλια μακρυά
κι ούτε που φορώ γυαλιά.
Σαν ραντάρ και σαν οθόνη,
μου πατάνε τα κουμπιά.

Το μαστίγωμα αντέχω,
στον ανήφορο,όλο τρέχω,
όπως γίνεται μ’όλα τ’ άλλα,
τα μοντέλα και τα κάρα.

                    Ταξιδεύοντας 30 Δεκέμβρη ‘93


Ατιτλο 11

  Κάτω από τη φυλλωσιά , του γέρο πλάτανου, σμίγοντας τα όνειρα μας, χτίζαμε το Μέλλον. Ήταν ανθρώπινα, ζεστά και σαν το μπόι ...