Ταξιδευτής Νους

 

Ωσάν τον ανεμόμυλο ο νους μου όλο γυρίζει,

οκτώ πανιά του άπλωσα κι ανέμελα σφυρίζει.

Με το μελτέμι που φυσά, ο νους μου ταξιδεύει,

της λογικής τα σύνορα, σπάει και δραπετεύει.

Απ΄ της Μαδάρας τη κορφή, σαλτάρει στη Σελένα

και γίνονται με μια βουτιά ο νους και κύμα, ένα.

Χορεύει στις ψηλές κορφές, των άγριων κυμάτων,

κι αναπολεί τις ομορφιές των περασμένων νιάτων.

Θυμάται που ταξίδευε, σ' Ανατολή και Δύση,

κι όλες του κόσμου τις χαρές, ποθούσε να θερίσει.

Την μια στη Κίνα έφτανε, την άλλη στη Βαγδάτη,

σύνορα δεν υπήρχανε, στο νου μου τον Αντάρτη.

Χόρευε με τα κύματα, μες στον ωκεανό,

αλλά ποθούσε πάντοτε, αέρα στεριανό.

Πετούσε και στον ουρανό, συντρόφους είχε τ' άστρα

και χαιρετούσε αγωνιστές, που γκρέμιζαν τα κάστρα.

Τον ήλιο τον κοσμογυρευτή ρωτούσε για να μάθει.

γατί ο ανθρώπινος ο νους κάνει περίσσια λάθη?

Γιατί λιγόστεψε η χαρά κι αυξήθηκε το δάκρυ?

Πες μου εσύ, που είσαι Φως, γιατί δεν βρίσκω άκρη.

“Για τα κακά που γίνονται, ο νους τ' ανθρώπου φταίει

έχεις κι εσύ το μερδικό αφού έχεις νου”, μου λέει.

“Όλες τις ομορφιές της γης ο νους τις λιγοστεύει

γιατί το δίκιο χάνεται και τ' άδικο θεριεύει.

Ο νους αρχίζει πόλεμους, ο νους τα δάση κάβει,

κι αφού σκορπίσει θάνατο, ένα κερί ανάβει.

Ο νους άμα ε-δούλευε για το καλό του κόσμου,

δεν θα λιγόστευε η χαρά κι οι μυρωδιές του δυόσμου.

Βάλτε το νου σας στο σωστό, το δρόμο να δουλέψει,

γιατί η Φύση στ' άδικο, δεν θα σας προστατέψει”.

Μετά από αυτή τη συμβουλή, μου έκλεισε το μάτι,

ο Ήλιος ο ταξιδευτής και μ' άφησε αμανάτι.

Βρε νου μου, τι το ήθελες στον ουρανό να φθάσεις,

και με τις ερωτήσεις σου, την ξενοιασιά να χάσεις?

Μάζεψε τώρα τα πανιά κι ο μύλος θα γυρίσει,

όταν ο νους με σύνεση, τον νιο κόσμο θα κτίσει.

Στεριανές Σειρήνες

 

Μέρες πολλές ταξίδευα με κόντρα τον καιρό,

να γράψω αυτά που πέρασα, το ξέρω δεν μπορώ.

Ταξίδι στον ωκεανό με συντροφιά τ’ αστέρια

και στων κυμάτων τις κορφές, μια ύπαρξη αιθέρια.


Στη μοναξιά μου έδινα χρώμα με φαντασία

και έπλαθε του πόθου μου, πάντοτε τον σωσία.

Ξεχνούσα μπόρες, κίνδυνους και έκανα κουράγιο

τα μίλια πως λιγόστεψαν, να φθάσω στο μουράγιο.


Κι άλλο ταξίδι πέρασε και φάνηκε η στεριά,

μα τη σειρά τους πρόσμεναν, στη ράδα άλλα σκαριά.

Ο καπετάνιος διάλεξε στίγμα για να φουντάρει,

και θα προσμένει άδικα, η νια στη Ζανζιβάρη.


Στο πέλαγο ήμουν φυλακή, στη ράδα φυλακισμένος

και στο πρυμιό το άλμπουρο, με μια κλωστή δεμένος.

Δίχως να κάνω έγκλημα μ’ έχουν καταδικάσει,

μα θα γυρίσει κι ο τροχός και η κλωστή θα σπάσει.


Σαν θα πατήσω στη στεριά, θα βγω να μπερμπατέψω,

τις στέρησες της θάλασσας, στη Γη θα τις γυρέψω.

Θα βρω σε στέκια λιμανιού, τις στεριανές Σειρήνες,

που ο γέρο Ναύτης έλεγε, γιατρεύουν σκοτοδίνες.

Ατιτλο 11

  Κάτω από τη φυλλωσιά , του γέρο πλάτανου, σμίγοντας τα όνειρα μας, χτίζαμε το Μέλλον. Ήταν ανθρώπινα, ζεστά και σαν το μπόι ...