Basrah

 

 

                                 Basrah

 

Ξένε φαντάρε, στη πατρίδα μου, γιατί φυλάς σκοπιά

και κάθε γλυκοχάραμα με στήνεις σ’ άσπρο τοίχο?

Των βαρβάρων την χαμένη ανθρωπιά,

να μπορούσα να την πνίξω μ’ ένα στίχο.

 

Από το Colorado, τι ζητάς στην Αραπιά?

Ποιος σου ζήτησε να ‘ρθεις για να τον σώσεις?

Στρατιώτη Αμερικάνε τα καρφιά,

στο δικό σου το κορμί να τα καρφώσεις.

 

Την «σκλαβιά μου», με σκλαβιά δεν την αλλάζω.

Λευτεριά μη μου πουλάς, δεν αγοράζω.

 

 

                                         Basrah Οκτώβρης, 2005.

 

Καλοκαίρι, και το αυγό να ψήνεται στη κουβέρτα. Μετά από πολυήμερο ταξίδι, πλησιάσαμε στη Basrah. Σαν όλα τα πλοία και το «δικό μας», έπρεπε να ελεγχθεί πρώτα και όταν θα εθεωρείτο ακίνδυνο, θα του δινόταν η άδεια πρόσδεσης στη προβλήτα φόρτωσης. Η διαταγή συγκεκριμένη και η εκτέλε ση της υποχρεωτική. Μόνο ο καπετάνιος στη Γέφυρα και ο Α΄ Μηχανικός στο μηχανοστάσιο. Τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος στη πλώρη και ακουμπισμένα στη κουπαστή για να μπορούν να μετρηθούν. Οι καμπίνες όλων ανοιχτές και όλοι οι κλειστοί χώροι του πλοίου. Αφού εξετελέσθη η εντολή, πλησίασε το πολεμικό σκάφος  με πάνοπλο το πλήρωμα του. Ανέβηκαν στο πλοίο κάποιο αξιωματικοί για  τον καθιερωμένο έλεγχο και το σκάφος πλησίασε στη πλώρη μας. Άρχισε το μέτρημα, σύμφωνα με το crew list, που είχε σταλθεί πριν και με τα όπλα να μας στοχεύουν. Μας έψησε ο ήλιος του Περσικού για μια ώρα, μέχρι να τελειώσει ο εσωτερικός έλεγχος και είχαμε κοριζάσει από τη δίψα. Όλα καλά και δέσαμε στο terminal. Όταν άρχισε η φόρτωση, κάποιοι Ναύτες της φρουράς ανέβηκαν χωρίς όπλα, σαν επισκέπτες στο καράβι. Τους κεράσαμε καφέ, coca-cola και φρούτα. Ξεθαρέψαμε. Γίναμε φιλαράκια. Ήταν παιδιά σαν τα παιδιά του τσούρμου μας. Δεν ήταν τόσο «άγριοι» όπως τους βλέπαμε όταν μας στόχευαν με τα όπλα τους στη πλώρη. Έχω κι εγώ ένα ανιψάκι, που υπηρέτησε, σαν και σένα στο Αφγανιστάν, είπα σε κάποιον ξανθομάλλη, για να έρθω πιο κοντά με τη συζήτηση.

Επέζησε? Με ρώτησε,

Ναι, του απάντησα.

A1 well done. He was lucky.

Εσύ γιατί είσαι εδώ?

For five thousand dollars.

Με αποχαιρέτησε και με ευχαρίστησε. Έφθανε κάποιο άλλο πλοίο και έπρεπε να πάει για έλεγχο.  Με σκυφτό το κεφάλι, για κάποιο λόγο που ίσως να γνώριζε, κατέβηκε από το καράβι.  Το νεοαφιχθέν πλοίο πλησίαζε και το πλήρωμα του θα ήταν ποιο τυχερό. Θα γλύτωνε τον καυτό ήλιο στα κεφάλια του, που πιστέψτε με ήταν ανυπόφορος.

Και στα επόμενα ταξίδια, δεν άλλαξε τίποτα. Μόνο που πήραμε μπουκάλια με νερό στη πλώρη.

 

                     Μια ιστορία παλιά, μα όχι ξεχασμένη.

                             Γούβες 24 Μάρτη 2021.

                                 

Ένας γέρο Ναύτης ονειρεύεται

 

 

Ματόφρυδο  της νύχτας το φεγγάρι.

Ο γέρο Ναύτης το τσιμπούκι του φουμάρει,

κι ένα καράβι ταξιδεύει στ’ ανοιχτά.

στο καφενέ και μ’ αναμνήσεις ξενυχτά.

Με φουρτούνες και τυφώνες,

πάλεψε πολλές φορές.

Και στων λιμανιών τις πιάτσες,

οι αναμνήσεις ζοφερές.

Στο καράβι που περνάει,

ταξιδεύει νοερά.

Η καρδιά του δεν γερνάει

κι η ψυχή έχει φτερά.

Σάπιο των γηρατειών το παλαμάρι,

δεν τον κρατάει στη στεριά.

Νοιώθει που σαν  παλικάρι

 μπάρκαρε για Μπαρμπαριά.

Σπάει τους κάβους και σαλτάρει,

και ζηλεύουν οι κουρσάροι.

Στο όνειρο του ταξιδεύει

και χαρές της νιότης κλέβει.

Χάθηκε όμως το φεγγάρι,

χάθηκε και το καράβι.

Έσβησε και το τσιμπούκι

κι έκλεισε και το κουτούκι.

 

                    Γούβες 21 Μάρτη 2021.

Πελάγου Σκέψεις

 

 

Στο αχανές το πέλαγος, οι σκέψεις αρμενίζουν,

ωσάν τους γλάρους λεύτερες τον κόσμο ατενίζουν.

Πότε τραβάνε προς Βορρά και φθάνουνε στο Νότο,

κι αν ο πουνέντες τις τραβά, αυτές τραβούν σιρόκο.

Με το φεγγάρι συντροφιά, τις νύχτες ταξιδεύουν

και στων κυμάτων τις κορφές, ανέμελες χορεύουν.

Η λευτεριά των σκέψεων, σαν την βεντάλια ανοίγει

κι η σκέψη η ελεύθερη, με τη σκλαβιά δεν σμίγει.

Κάλιο τους πρέπει ένας πνιγμός, τη λευτεριά αν χάσουν,

γιατί αν ζήσουν στη σκλαβιά, απ’ το καημό θα σκάσουν.

Όνειρο ήταν και πνίγηκε

 

                                                   Όνειρο ήταν και πνίγηκε 

 

    Ήταν ακριβώς έτσι, όπως ακριβώς το έχτιζα στις απόκρυφες σκέψεις μου,  το σπίτι που διάλεξα για τα γεράματα μου. Έτσι το ονειρευόμουν  όταν νέος εύρισκα το κουράγιο να ελπίζω και να ονειρεύομαι. Μετρημένες οι διαστάσεις  του, ίσα -ίσα να χωρούν μόνο τα απαραίτητα και τα ξεβαμμένα όνειρα μου. Ένα γραφείο, μια καρέκλα και η βιβλιοθήκη. Ένα παράθυρο που κοίταζε το πέλαγο και καλωσόριζε κάθε πρωί τον ήλιο κι ένα μικρότερο στα Νότια, που έβλεπε την κοντινή βουνοπλαγιά. Τους τοίχους στόλιζαν φωτογραφίες αγαπημένων ποιητών, του Ρίτσου, του Ελύτη, του Καβάφη, του Παλαμά και ένα αντίγραφο χαρακτικό του Τάσσου και του Πικάσο η Γκουέρνικα.

Στη μοναξιά των ταξιδιών

        

Όταν η Μοναξιά,

στα μονότονα θαλασσινά ταξίδια,

με πληγώνει,

κλέβω χρώμα από του ήλιου το λιόγερμα

και τις ανταύγειες των αστεριών,

του Νότου.

Ζωγραφίζω χαρούμενες μορφές,

στους λυπημένους τοίχους της ψυχής μου.

Ξεγελώ τη Μοναξιά μου

και μπερδεύω,

τη λογική με τ’ όνειρο.

Όταν τις νύχτες,

ο χρόνος σταματάει το διάβα του

και οι ώρες ζηλεύουν της θάλασσας

και μεγαλώνουν,

τότε ρουφώ,

τη ζωηφόρα γύρη των αναμνήσεων.

Κοιτάζω τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες,

Αγαπημένων προσώπων,

κάτω από το αμυδρό φως του αποσπερίτη,

που τρεμοσβήνει.

Έτσι οι ώρες ξαναβρίσκουν

το φυσικό τους μέγεθος

κι η νύχτα ,

με βοηθάει να ονειρεύομαι.

 

                       Madras-India

                         28-03-‘94


Άτιτλο 14

                Άτιτλο 14   Μεσάνυχτα στη κουπαστή, κάλμα η θάλασσα, γυαλί. Έχει η Σελήνη εραστή, τον βρήκε στην Ανατολή. Μεσάνυ...