Η Μαγγανεία του Μαρκόνι

 

                                 Η μαγγανεία του Μαρκόνι        

 

   Μάη μήνα, στις αρχές της δεκαετίας του 80, αναχώρησα για μπάρκο. Ο Μάης είναι μήνας για ξέμπαρκο, γιατί μας φέρνει το καλοκαίρι, με όλα τα καλά του. Για αυτό το λόγο και για κάποιον άλλο, πολύ πιο σοβαρό, η αναχώρηση μου ήταν πιο πολύ σκληρή, από τις προηγούμενες. Με βαριά καρδιά βρέθηκα στη Βενεζουέλα και σ’ ένα μικρό λιμάνι, στο νησί de Margarita. Στις δέκα το πρωί θυμάμαι ανέβηκα τη σκάλα του πλοίου. Το πλήρωμα έπινε τον καφέ του σ’ ένα σκεπαστό και η ζέστη ήταν ανυπόφορη. Όλοι με υποδέχθηκαν με καλοσύνη και ο συνάδελφος που θα αντικαθιστούσα, ήταν περίσσια χαρούμενος. Πριν τελειώσει το coffee time, ο καπετάνιος είπε στο δόκιμο, «φέρε ρε Αντώνη ένα μαγνητόφωνο στον καπετάν Κωνσταντή, να ακούει μουσική. Μην απορείς», συνέχισε αφού είχε καταλάβει πως είχα δουλέψει μόνο σε σταράδικα και καρβουνιάρικα. «Το καράβι είναι πολύ καλό, ο καπετάνιος γαλαντόμος και τα φορτία του σπέσιαλ. Έχουμε τα τυχερά μας, όπως θα κατάλαβες. Από Άπω Ανατολή φορτώνουμε και Λατινική Αμερική ξεφορτώνουμε. Τώρα θα πιάσουμε και Αϊτή», μου είπε ο συνάδελφος, την ώρα της ξενάγησης στη Γέφυρα, ως είθιστε. « Έχω οκτώ μήνες στο καράβι και θα καθόμουν άλλους τόσους, αν δεν επιθυμούσα να βρίσκομαι  στη γέννα του παιδιού μου. Σε μια βδομάδα θα είμαι μπαμπάς και σ’ ευχαριστώ που ήρθες».

   Η χαρά του, μαχαιριά στη καρδιά μου, αλλά κρατήθηκα έστω και με δυσκολία. Δεν θα ωφελούσε σε τίποτα να λιγόστευα τη χαρά του. Η δικιά μου κόρη, γιατί  μόνο εγώ πίστευα πως κόρη θα ήταν το πρώτο μας παιδί, παρ’ ότι όλο το συγγενολόι αγόρι το έβλεπαν ή το ήθελαν, θα γεννιόταν σε τρεις μήνες, θα ήμουν κι εγώ μπαμπάς, αλλά θα ήμουν μακριά.

   Δουλεύουν τα ραντάρ; τον ρώτησα για να ξεχάσω τη σκέψη που με πλήγωνε. «Μια χαρά δουλεύουν. Το μικρό το επισκευάσαμε πριν αναχωρήσουμε από Σιγκαπούρη. Θέλεις να τα δοκιμάσουμε;» όχι πάμε να ρίξουμε και μια ματιά στο κατάστρωμα.

   Την επομένη λίγες ώρες πριν σαλπάρουμε, βοήθησα κι εγώ τον συνάδελφο να μεταφέρει τις βαλίτσες του στον μόλο. Τόσες πολλές βαλίτσες, πρώτη φορά έβλεπα σε ξέμπαρκο ναυτεργάτη. Ψώνια για το μωρό που περιμένει σκέφτηκα, όταν τον αποχαιρετούσα και του ευχήθηκα καλό ταξίδι και καλή λευτεριά στη σύζυγο του.

    Σε λίγες ώρες μετά τον απόπλου, καταπλεύσαμε στο Μαρακάϊμπο, στο λιμάνι των κεραυνών. Εδώ πήρα το βάπτισμα σε τζενεραλάδικο βαπόρι. «Εδώ βλέπεις, αλλά κάνεις πως δεν βλέπεις. Το ίδιο κάνουν όλοι σε τούτο το λιμάνι και μας βολεύει όλους. Στο οργανωμένο πλιάτσικο φορτώνουν ότι λείπει από τι φορτωτικές, για να σου λύσω και την απορία που είδα στα μάτια σου, καθώς μετρούσες τις βαλίτσες του συναδέλφου που αντικατέστησες.»  

    Γρήγορα μπήκα στο πνεύμα και αφού βρισκόμαστε στο τέλος σχεδόν της εκφόρτωσης, πήρα για μερδικό μου, δυο τρεις χιλιάδες αυτόματες μετροταινίες των πέντε μέτρων. Το καλλίτερο φορτίο είχε ήδη ξεφορτωθεί, αλλά οι καλοί συνάδελφοι φρόντισαν από το περίσσευμα τους και για μένα.

     Χωρίς να δω ούτε ένα κεραυνό, αναχωρήσαμε για Αϊτή. Ελάχιστο φορτίο είχε μείνει κι αυτό βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού της Ιαπωνίας. Ένα ασθενοφόρο και κάποια άλλα ιατρικά βοηθήματα. Στο πέλαγος, εκεί που γνωριζόμαστε καλλίτερα οι ναυτικοί και για να περνά βαρεμάρα της μοναξιάς, λέμε ακόμη και τα μυστικά μας, άνοιξα τη καρδιά μου στον Μαρκόνι. Δίπλα στη Γέφυρα ήταν το δωμάτιο του Ασύρματου και όταν δεν έστελνε ή δεν έπαιρνε κάποιο μήνυμα, συντροφιά μου έκανε στη βάρδια.

   Λόγο στο λόγο του είπα και για τη χαρά που περίμενα και του έκρυψα το παράπονο μου. Χαμπάρι δεν πήρε και δικαιολογημένα. Αρραβωνιασμένος ήταν και δεν είχε περάσει τέτοια μπόρα. «Θέλεις να σου πω τι παιδί θα αποκτήσεις; Ξέρω ότι όλοι οι γονείς που περιμένουν μωρό, ζουν με την αγωνία και λαχτάρα να μάθουν. Εμένα μου έμαθε η γιαγιά μου, που ήρθε πρόσφυγας από τα βάθη της Μικράς Ασίας ένα κόλπο και το ξέρω από πριν γεννηθεί. Αν θέλεις μπορώ να το κάνω και σε σένα, αφού τελειώσεις τη βάρδια. »

    Χτύπησε το τηλέφωνο στο μαρκονάδικο και πριν προλάβω να απαντήσω θετικά ή αρνητικά, έτρεξε να απαντήσει. Μάλλον κάποιο μήνυμα έπρεπε να στείλει γιατί άκουσα, μετά από λίγο να δουλεύει το Μορσικό αλφάβητο. Δεν με ξέχασε όμως και με περίμενε στη πόρτα, μόλις τέλειωσα τη βάρδια.

    «Έλα να μάθουμε το γένος του μωρού σου. Η γιαγιά μου, πήγαινε μπροστά από την επιστήμη, από αυτό που ακόμη και σήμερα δεν ξέρει με σιγουριά. Σε δυο λεπτά θα ξέρεις καπετάν Κωνσταντή».

     Από περιέργεια, από πραγματική λαχτάρα, ή για να μη του στερήσω τη χαρά της γνώσης του, πέρασα μέσα κι έκλεισε πίσω μου την πόρτα.

    «Κάθισε και ηρέμησε. Πρέπει να είσαι πολύ ήρεμος για να έχουμε το καλλίτερο αποτέλεσμα. Κράτησε με τα δάχτυλα του δεξιού χεριού αυτή την κλωστή. Στο κάτω μέρος της, υπάρχει καθώς βλέπεις μια βελόνα. Ένα απλό εκκρεμές είναι, αλλά μας φανερώνει το μυστικό που για εννιά μήνες, σε κρατά σε αγωνία. Κράτησε την αναπνοή σου για μισό λεπτό. Έτσι μπράβο! Να σου ζήσει! Αγόρι θα είναι και παλικάρι το μωρό που περιμένεις. Βλέπεις η βελόνα πηγαίνει μπρος πίσω. Σημάδι καλό πως είναι αγόρι. Αν σχημάτιζε κύκλο, τότε θα ήταν κορίτσι καπετάνιε.»

    Αυτή τη φορά, σύμμαχος μου έγινε ο Ασύρματος. Κάποιος σταθμός τον καλούσε και μέχρι να απαντήσει, βρήκα την ευκαιρία και πηδώντας δυο δυο τα σκαλιά, βρέθηκα στη τραπεζαρία για φαγητό. Δεν τον ευχαρίστησα για την χαρά που μου έδωσε η «επιστημονική διάγνωση» του. Δεν θα με πίστευε εξάλλου.

    Φθάσαμε στο Port au Prince, λιμάνι και πρωτεύουσα της Αϊτής. Με λίγες σαμπανιές1 ξεφορτώσαμε το λιγοστό φορτίο που είχε απομείνει και μας έβγαλαν στο αγκυροβόλιο. Μείναμε μήνες, περιμένοντας να βρεθεί κάποιο ναύλο για Μεσόγειο. «Τα καύσιμα να βγάλει θέλει ο καραβοκύρης, για να φθάσουμε μέχρι την Ελευσίνα», έλεγε ο καπετάνιος. Ήταν η εποχή που έδεναν ντάνες τα βαπόρια στο κόλπο της και βρώμιζε η θάλασσα.

     Αν δεν αγωνιούσα για να πάρω το ευχάριστο χαμπέρι, ευχάριστη θα ήταν η παραμονή. Με την σωσίβια λέμβο, κάθε απόγευμα βγαίναμε στη παραλία για μπάνιο. Γνωρίσαμε φτωχούς ψαράδες και γίναμε φίλοι. Ψάρευαν θαλασσινά κογχύλια για εξαγωγή στη Γαλλία και μας έδιναν αστακούς που μπέρδευαν στα δίχτυα τους. Εμείς τους δίναμε ρούχα, εργαλεία και παιγνίδια πολλά. Όλα από το φορτίο και δικαιολογημένα, λόγω πλιάτσικου. Τα παιδιά έπαιζαν και οι μανάδες τους χαρούμενες έπλεναν τα ρούχα και ούτε που τις ένοιαζε που φαινόντουσαν τα κρεμασμένα στήθη τους.

    «Θέλω κάτι να σου πω καπετάν Κωνσταντή. Έρχεσαι για λίγο και πριν πας για καφέ, στον Ασύρματο;» Έδειχνε κομπιασμένος, σαν να είχε κάτι, μα όχι ευχάριστο νέο να μου αναγγείλει ο Ασυρματιστής.  «Δεν ξέρω πώς να σου το πω, αλλά και δεν ωφελεί να σου το κρατήσω μυστικό». Μόνο όταν με είδε ψύχραιμο, μου έδωσε το τηλεγράφημα που είχε πάρει πριν λίγες ώρες και κρατούσε στα χέρια του που παρατήρησα να τρέμουν κι ο μήνας ήταν Αύγουστος2.

    «Να μας ζήσει η κορούλα μας!», έγραφε και η χαρά μου έφθασε στον ουρανό. Στη τρελή χαρά μου, ο Ασυρματιστής κουνούσε σκεφτικός το κεφάλι. «Υπάρχουν ακόμη πατεράδες που χαίρονται με μούλικα παιδιά» θα σκέφθηκε, γιατί δεν μπόρεσε να φανταστεί ότι το κόλπο της γιαγιάς του, μπορεί να κάνει κάποιο λάθος. Ήμουν πολύ ευτυχισμένος για να μπορέσω να του κρατήσω κακία. Είχα τη κόρη μου και ήμουν κι ο μόνος που είχε πετύχει στη πρόβλεψη. Η μόνη μου έννοια ήταν να γυρίσω όσο το δυνατόν πιο σύντομα κοντά της.

    Καλά κακά βρήκαμε ναύλο. Καλαμπόκι από Νέα Ορλεάνη για Αλγέρι. Φορτώσαμε γρήγορα αλλά κολλήσαμε στην εκφόρτωση. Τα πολιτικά προβλήματα της χώρας είχαν αντίκτυπο και στην εκφόρτωση που κράτησε τρεις μήνες. Χρυσάφι θα τους κόστισε το καλαμπόκι, αλλά ποιος λογαριάζει τέτοια πράγματα. όταν αυτός που πληρώνει τον βαρκάρη, είναι μόνο ο Λαός. Στο κοντραμπάντο που πήγε να κάνει ο Γραμματικός, πιάστηκε στα πράσα και ένας ψεύτο – αστυνομικός, μας έφαγε τζάμπα όλες τις μετροταινίες. Δεν έκανα για τζενεραλάδικο. Εγώ βιαζόμουν να γυρίσω Πειραιά και στο σπίτι μου.

   Όταν φθάσαμε στην Ελευσίνα ήμουν όλο χαρά και με πολλές βαλίτσες. Είχαν φροντίσει οι παλιοί τζενεραλάδες και με φόρτωσαν, με παιγνίδια ένα σωρό.

    

1.         Σαμπανιές. το φορτίο που μεταφέρεται από ή προς το πλοίο σε δέματα, με τον γερανό ή με τα μέσα του πλοίου.

2.        Θα μπορούσε να είχε συμβεί το ίδιο γεγονός και μέρες Χριστουγέννων, σαν κι αυτές που περνάμε τώρα.

                                                                          ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΫΓΕΝΝΑ

Ατιτλο 11

  Κάτω από τη φυλλωσιά , του γέρο πλάτανου, σμίγοντας τα όνειρα μας, χτίζαμε το Μέλλον. Ήταν ανθρώπινα, ζεστά και σαν το μπόι ...