Μαύρη ήπειρος - Λευκή ντροπή

 

Άνοιξη του 74 θα ήτανε θαρρώ, που φορτώσαμε στην Αμβέρσα, με προορισμό την Αφρική. Το φορτίο ήταν λίπασμα σε τσουβάλια και το λιμάνια εκφόρτωσης, θα ήταν το Point Nouar στο Γαλλικό Κονγκό και η Beira, στη Μοζαμβίκη. Αυτό ήταν το πρώτο μου ταξίδι στη Μαύρη Ήπειρο και είχα μια περιέργεια, σαν κι αυτή που νοιώθει κάποιος, σαν πηγαίνει πρώτη φορά σε κάποιο άγνωστο μέρος για πρώτη φορά.

Θανάσιμο εργατικό ατύχημα εν πλω.

 

Τον έβλεπα καθώς έπεφτε στο κενό. Όρθιος , όπως ήταν, δίνοντας εντολές στους βιντζιέρηδες , πατώντας πάνω στις ξύλινες μπουκαπόρτες του αμπαριού. Ήξερε από την πείρα του, πως ήθελε πολύ προσοχή αυτή η δουλειά και ειδικά τώρα που γινόταν ταξιδεύοντας στο πέλαγος. Έπρεπε όμως να γίνει. Οι μπουλμέδες ήταν απαραίτητοι για το επόμενο ναύλο. Από Αργεντινή θα φορτώναμε καλαμπόκι και τα χύμα φορτία, είχαν τις δικές τους ιδιαιτερότητες. Έπρεπε κάθε φορά να χωρίζουμε τα αμπάρια σε μικρότερους χώρους, με μπουλμέδες, για να λιγοστεύουν οι κίνδυνοι, μετατόπισης του χύμα φορτίου.

Τα καπνιστήρια των καραβιών

 

Τα χρόνια εκείνα που για πρώτη φορά μπαρκάρισα, τα πρώτα της Χούντας, ήμουν ένα παιδί αμούστακο ακόμα. Είχα σίγουρο μέλλον στο επάγγελμα που ακολουθούσα, καθώς διαφήμιζαν και στα σπιρτόκουτα ακόμα, οι συνταγματάρχες που κυβερνούσαν. Όταν τέλειωνε η σκληρή δουλειά της μέρας, ένας χώρος υπήρχε για να περάσεις την ώρα σου. Να ξεκουραστείς, να ηρεμήσεις, να πιεις τον καφέ σου, να παίξουν το τάβλι και την πρέφα, όσοι ήξεραν. Λιγοστά τα βιβλία κι αυτά ταλαιπωρημένα από τα χρόνια. Το μόνο καινούργιο, ήταν το “Πιστεύω” του Παπαδόπουλου και κάποιες αθλητικές, αλλά μπαγιάτικες εφημερίδες.

Ωκεάνιο Ταξίδι

 


Αφήσαμε στη πρύμη μας τον κάβο Espartel-o

και του Μαρόκου τις ακτές.

Ταξίδι στον Ατλαντικό μ’ ένα πλωτό μπουρδέλο

κι η ρότα είναι δυτική, στον μπούσουλα από χθες.


Μέρες πολλές ,του ωκεανού, τα μίλια θα μετρώ,

πάνω σε plotting λευκά και άχαρα πολύ.

Τις νύχτες τις ανέφελες, με τ’ άστρα θα μιλώ

και τη γραμμή του ορίζοντα, θα βλέπω τη θολή.


Στις βάρδιες τις νυκτερινές, θα βγαίνω στο φτερό

και στο σκοτάδι οι σκέψεις μου, χάντρες στο κομπολόι,

θα ταξιδεύουν στα τυφλά με κόντρα τον καιρό.


Στη μοναξιά του ωκεανού, ο Ναύτης λυπημένος,

γιατί κι αν γλάρο κάποιον ‘ δει, θα ‘ναι κι αυτός χαμένος.


Δεν θα προσμένω ούτε στιγμή, γοργόνες ν’ ανταμώσω,

μες τα χρωματιστά νερά, της άγιας αμφιλύκης,

το τρύπιο μου το όνειρο ‘πιδέξια θα μπαλώσω,

με την πλεξούδα την ξανθιά της όμορφης Βερενίκης.

Άτιτλο 19

    Όλη τη νύχτα στο όνειρο μου, στον χαμένο το καιρό μου, πειρατές με κυνηγούσαν, λύτρα και χρυσό ζητούσαν. Να γλυτώσω δίδω μάχ...