Πολλές
πατρίδες γνώρισα, μα τη δικιά μου όχι,
λίμνες,
ποτάμια και λιμάνια ξωτικά.
Τα όνειρα
μου έμειναν, νεκρά στη τεφροδόχη,
που σκόρπισε
ο άνεμος σαν τα αερικά.
Τα όνειρα
που έπλεκα, οργιά με την οργιά
και στων
κυκλώνων την οργή, τα ‘χα παρηγοριά.
Χρόνια σαράντα
πρόσμενα, στη σύνταξη να φθάσω,
παλεύοντας
με κύματα και με τον Ποσειδώνα.
Παρακαλούσα
άδικα, γρήγορα να γεράσω,
γιατί
έσβησαν οι πεθυμιές, ωσάν τα καπνογόνα.
Μια βάρκα
στα γεράματα, ήλπιζα να αποκτήσω,
χωρίς κοντράτα
κι όρντινα το Αιγαίο να γυρίσω.
Στο Ιόνιο
και Κρητικό, μόνος μου να σαλπάρω,
και συντροφιά
στα πέλαγα, να έχω άσπρο γλάρο.
Την Αμοργό,
τα Κύθηρα, τη Τζια και Θηρεσία,
Σέριφο,
Σάμο, Σίκινο, Τήνο και Ικαρία,
στους χάρτες
των ονείρων μου, ε-χάραζα τις ρότες,
μα
κυβερνήτες κάνανε και τα όνειρα προδότες.
Στη Ζάκυνθο,
στη Κέρκυρα, Λευκάδα και Ιθάκη,
δεν θα βρεθώ
γιατί έσπασαν, του ονείρου μου το διάκι.
Τη σύνταξη
μου κλέψανε, τις ρότες απ το χάρτη,
τα όνειρα
ορφάνεψαν κι ο πόθος εμαράθη.
Φλάμπουρο όμως του
άδικου, σηκώνω στο κατάρτι,
σινιάλο πως
των υπουργών, δεν συγχωρώ «τα λάθη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου