Βρεθήκαμε στο παλιό ενετικό λιμάνι του Μεγάλου Κάστρου, στο δρόμο με τους παλιούς ταρσανάδες, το τελευταίο Σαββατόβραδο του Οκτώβρη. Πιασμένοι χέρι - χέρι, καμαρώναμε τα ψαροκάικα που λικνίζονταν ανέμελα, το ένα δίπλα στο άλλο, στα θολά νερά του λιμανιού. Διαβάζαμε τα ονόματα στις πρύμνες τους, συλλαβιστά σαν και τότε που μαθαίναμε την άλφα βήτα, στη πρώτη τάξη του Δημοτικού. Το αμυδρό φως του λιμανιού, μας βοηθούσε στο διάβασμα.
“Αίγλη – Πανωραία – Μαρουσάκι – Cap. Nemos – Αγιά Θαλασσινή – Άι Νικόλας. Στέλλα και Καπετάν Νοτιάς” κάποια από τα ονόματα τους, άλλα ξυλόγλυπτα κι άλλα με μπογιά, καλλίγραμμα γραμμένα. Όσα είχαν περίτεχνα ακρόπρωρα άρεσαν σε σένα και δεν λειπόσουν το χρόνο για να τα καμαρώνεις κι εγώ δεν βιαζόμουν. Ήθελα να σε βλέπω χαρούμενη!
Σαν παιδιά τους, αγαπούν οι ψαράδες τα καΐκια τους. Τα προσέχουν σαν τα μάτια τους και τα φροντίζουν καθημερινά. Μαζί τους ταξιδεύουν στα πέλαγα, μαζί τους κινδυνεύουν, σαν φουρτουνιάζει η άλλη τους αγάπη, η θάλασσα. Φίλοι τους είναι και οι γλάροι που τους συντροφεύουν στα ταξίδια και τώρα ξαποσταίνουν στα ψηλά κατάρτια.
Με βήματα αργά – νωχελικά βαδίζαμε γύρω από το παλιό λιμάνι. Ήμασταν μαζί και δεν βιαζόμασταν. Η αγάπη μας ένα λιμάνι ψαροκάικα. Κάποια στιγμή μου έσφιξες δυνατά το χέρι, όταν μια γάτα πετάχτηκε τρομαγμένη, μέσα από τα δίχτυα των ψαράδων και τρόμαξες. Με ένα πεταχτό φιλί ηρέμησες κι η γάτα γύρισε πλευρό κι αποκοιμήθηκε. Τι όμορφη που είναι η βραδιά σαν είσαι συντροφιά μου!. Σε λίγα λεπτά της ώρας φθάσαμε στο τέλος της ανηφόρας,εκεί που αρχίζει ο μεγάλος δρόμος με τις τράπεζες και τα μαγαζιά με τα “τσολιαδάκια” για τους τουρίστες.
Πόσο γρήγορα περνούν τα χρόνια αγαπημένη. Εκεί, στα δεξιά ήταν κάποτε ο καφενές της κυρά Μαρίας. Νέος ήμουν τα χρόνια εκείνα, αλλά σαν να την βλέπω τώρα να σερβίρει με τέχνη τα ούζα στους πελάτες. Του λιμανιού ανθρώποι οι περισσότεροι θαμώνες του καφενέ, ναυτεργάτες, λιμενεργάτες, ψαράδες, αλλά και στεριανοί, ακόμη και Δήμαρχοι σύχναζαν και η κυρά Μαρία ήξερε όλων τα μυστικά. Σύμμαχος της το ούζο, που βοηθά να λύνονται οι γλώσσες, αλλά και η εχεμύθεια, άκρα του τάφου σιωπή¨”. Κανένα δεν πρόδωσε η κυρά Μαρία κι όλοι την αγαπούσαν και για αυτό.
Κάποια βραδιά τα χρόνια εκείνα κι ας ήμουν μικρός, έκανα βόλτα όπως και τώρα στο λιμάνι. Περασμένα μεσάνυχτα θα ήταν γιατί ήταν κλειστός ο καφενές. Μόνο ένας ξεχασμένος πελάτης καθόταν σε μια ψάθινη καρέκλα και δίπλα του στο στρογγυλό τρίποδο τραπεζάκι. Μόνος αγνάντευε το πέλαγος, κάπνιζε το τσιμπούκι του κι όταν πλησίασα τον άκουσα να απαγγέλλει αργά αργά, λέξη τη λέξη το ποίημα του “ο Γουίλι ο μαύρος θερμαστής” και πάνω στο τραπεζάκι ξεχώρισα τον ακριβό αναπτήρα που γυάλιζε στο φως του φεγγαριού. Μ' ακούς ή σε κούρασα αγαπημένη μου; Καλησπέρα Ποιητή της θάλασσας, σαν ένα φίλο μου παλιό, τον χαιρέτησα. “Καλή νύχτα ταξιδευτή της νύχτας”, μου ανταπέδωσε φιλικά τον χαιρετισμό. “ Όμορφη είναι η βραδιά κι η θάλασσα που την φωτίζουν τ' άστρα. Σε βλέπω ταξιδευτής θαλασσινός να γίνεις”, συνέχισε κοιτάζοντας ένα καράβι που ταξίδευε στ' ανοιχτά του λιμανιού. Πόσο δίκιο έχουν οι Ποιητές;
“Είσαι τυχερός που άκουσες τον Καββαδία να απαγγέλλει. Οι Ποιητές απαγγέλλουν,όσο κανείς άλλος τα Ποιήματα τους”. μου είπες χωρίς ίχνος ζήλιας και χάρηκα που μ' άκουγες κι ας μη μιλούσες.
Συνεχίσαμε στον ίδιο αργό βηματισμό και φθάσαμε στο μεγάλο κάστρο, στον παλιό φύλακα του λιμανιού, στο Castello a Mare, ή Κούλες, όπως είναι σε όλους τους νεώτερους γνωστό. Εδώ στα πόδια του, σαν παιδιά κάναμε τα πρώτα μας μπάνια και τα πρώτα μας όνειρα, σαλπάροντας μαζί με τους ψαράδες στο άγνωστο, που πάντα αρέσει στα παιδιά. Απόψε μοιάζει με ένα μεγάλο πειρατικό καράβι, που έχει τα φανάρια του σβησμένα κι οι Πειρατές κοιμούνται μεθυσμένοι, πάνω στα σκουριασμένα λάφυρα τους. Έχουν φύγει κι οι τελευταίοι τουρίστες θαυμαστές του και στωικά προσμένει τα χειμωνιάτικα κύματα, να μαστιγώσουν το γέρικο σκαρί του. .
Καθίσαμε στα βράχια κι αγναντεύαμε το πέλαγος κι όταν νοιώσαμε την υγρασία της νύχτας και της θάλασσας στα κορμιά μας, μοιράσαμε το πανωφόρι σου στις πλάτες μας. Για ώρες μετρούσαμε τα κύματα που ερχόταν και φιλούσαν τα βράχια της στεριάς και ύστερα έφευγαν, μπορεί κι ευτυχισμένα από το στεριανό μακρόσυρτο φιλί. Ο φλοίσβος της θάλασσας, αυτή η απροσδιόριστη μουσική σε παρέσυρε στο ρυθμό της κι άρχισες να τραγουδάς το “Θάλασσα πικροθάλασσα γιατί να σ’ αγαπήσω” και πριν προλάβεις καλά καλά να τελειώσεις με ρώτησες. « Εσύ που χρόνια ταξιδεύεις, ξέρεις από πού έρχεται αυτή η μουσική της θάλασσας, που τη μια είναι τόσο πολύ χαρούμενη, σαν σάμπα Βραζιλιάνικη και την άλλη μοιάζει με Ηπειρώτικο μοιρολόι;»
Η απορία σου είναι και δική μου. Η θάλασσα είναι ξελογιάστρα κι αλλοπρόσαλλη, σαν μάγισσα τρελή παραμυθιού, τι να σου απαντήσω. Μπορεί από τις ακτές της Αφρικής ή κι απ’ την Αλάσκα, να φθάνει η χάρη της ακόμη ως εδώ. Τα σύνορα ο άνθρωπος για το συμφέρον του ορίζει, μα η φύση από σύνορα δεν ξέρει και τα ανθρώπινα δεν τα υπολογίζει. Καλοταξιδεμένος ας είναι ο φλοίσβος και κερδισμένη πάντα η Φύση!
Ένα καράβι ταξιδεύει στα ανοιχτά. Η ρότα το πηγαίνει Δυτικά και ξεχωρίζει το φανάρι του στη πρύμνη. Ταξιδεύοντας μαζί του, έγειρες στον ώμο μου κι αποκοιμήθηκες. Η θαλασσινή αύρα χαϊδεύει το πρόσωπο σου κι ένα θαλασσοπούλι που φτερούγισε από τη πολεμίστρα του κάστρου, την ώρα που ανέτειλε ο ήλιος, σε ξύπνησε.
Πάντα να βλέπεις καλά όνειρα, σαν κοιμάσαι στην αγκαλιά μου, σου ευχήθηκα και η θάλασσα ήταν κάλμα μπουνάτσα. Όμορφο ήταν και το δικό μου όνειρο κι ας ξύπνησα μούσκεμα στον ιδρώτα. Η ζέστη σ' αυτή την περιοχή, είναι πάντα ανυπόφορη.
29.09.1997, ταξιδεύοντας Δυτική Αφρική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου