Τα καπνιστήρια των πλοίων


     Τα χρόνια εκείνα που για πρώτη φορά μπαρκάρισα, τα πρώτα της Χούντας, ήμουν ένα παιδί αμούστακο ακόμα. Είχα σίγουρο μέλλον στο επάγγελμα που ακολουθούσα, όπως το διαφήμιζαν και στα σπιρτόκουτα ακόμα, οι συνταγματάρχες που κυβερνούσαν. Όταν τέλειωνε η σκληρή δουλειά της μέρας, ένας χώρος υπήρχε για να περάσεις την ώρα σου. Να ξεκουραστείς, να ηρεμήσεις, να πιεις τον καφέ σου, να παίξεις το τάβλι και την πρέφα, αν ήξερες και σου άρεσαν τα χαρτοπαίγνια. Λιγοστά τα βιβλία κι αυτά ταλαιπωρημένα από τα χρόνια. Το μόνο καινούργιο, ήταν το “Πιστεύω” του

Ατιτλο 11

  Κάτω από τη φυλλωσιά , του γέρο πλάτανου, σμίγοντας τα όνειρα μας, χτίζαμε το Μέλλον. Ήταν ανθρώπινα, ζεστά και σαν το μπόι ...