Όνειρο ήταν και πνίγηκε
Ήταν ακριβώς έτσι, όπως ακριβώς το έχτιζα στις απόκρυφες σκέψεις μου, το σπίτι που διάλεξα για τα γεράματα μου. Έτσι το ονειρευόμουν όταν νέος εύρισκα το κουράγιο να ελπίζω και να ονειρεύομαι. Μετρημένες οι διαστάσεις του, ίσα -ίσα να χωρούν μόνο τα απαραίτητα και τα ξεβαμμένα όνειρα μου. Ένα γραφείο, μια καρέκλα και η βιβλιοθήκη. Ένα παράθυρο που κοίταζε το πέλαγο και καλωσόριζε κάθε πρωί τον ήλιο κι ένα μικρότερο στα Νότια, που έβλεπε την κοντινή βουνοπλαγιά. Τους τοίχους στόλιζαν φωτογραφίες αγαπημένων ποιητών, του Ρίτσου, του Ελύτη, του Καβάφη, του Παλαμά και ένα αντίγραφο χαρακτικό του Τάσσου και του Πικάσο η Γκουέρνικα.
Αυτή είναι η παρέα μου στο μικρό μου δωμάτιο.
Άργησα να τους ανταμώσω όλους μαζί και τώρα, χαίρομαι να τους ακούω, να απαγγέλουν τους αγαπημένους μου στίχους.
Σαν σταματάει ο ένας, αρχίζει ο άλλος κι εγώ ταξιδεύω στους δρόμους που οδηγούν τον άνθρωπο, εκεί που πρέπει να βαδίσει. Όταν ξεθάρρευα, έπιανα
το μολύβι και ήθελα να τους μοιάσω. Μάταια προσπαθούσα να γράψω δυο τρεις
λέξεις, ένα στίχο, μια σκέψη. Ότι κι αν
έγραφα έπαιρνε την φυσική του θέση, στο καλάθι με τα άχρηστα. Δεν ταιριάζουν οι
λέξεις , η μια δίπλα στην άλλη κι ούτε οι σκέψεις βρίσκουν θέση ταιριαστή.
Είναι σαν τις πέτρες, που χρειάζονται τον σμιλευτή τους, για να τους δώσει ότι
τους στέρησε η φύση. Σμιλευτές του λόγου, της σκέψης και των χρωμάτων η
συντροφιά μου. Απλόχερα μου έδιναν τροφή, νερό κι αέρα. Ότι χρειάζεται για επιβίωση
ο άνθρωπος και η σκέψη, για να μη ξεστρατίσει και χαθεί, στην άβυσσο του τίποτα
και του πουθενά.
Όταν με κούραζαν οι σκέψεις, άνοιγα το
παράθυρο κι αγνάντευα το πέλαγος. Αγριεμένο ή ήμερο και φανταζόμουν το απέραντο άγνωστο. Κάθε καράβι
που περνούσε, κάτι νέο θα είχε να μου πει σκεφτόμουν. Ένα μήνυμα από τα ξένα μέρη που ερχόταν. Σ’ όλο τον κόσμο
ταξίδευαν, νέα πολλά θα είχαν κι όχι μόνο φορτίο στ’ αμπάρια τους. Μάταια προσδοκούσα ένα χαμπέρι, από την
Ανατολή ή από τη Δύση, από τα μακρινά μέρη που ερχόντουσαν. Τα παρατηρούσα μέχρι που η απόσταση τα έκανε
να μοιάζουν, σαν μια κουκίδα στο χάρτη
της απεραντοσύνης του κόσμου. Οι Ναυτικοί έχουν την δική τους γλώσσα, το
Μορσικό αλφάβητο κι εγώ σαν στεριανός δεν γνώριζα. Έτσι αποφάσισα να ονειρευτώ
και να γράψω, τα μηνύματα που πρόσμενα
να λάβω. Κάθε πλοίο που περνούσε κι ένα μήνυμα. Κι όλα ήταν νέα ευχάριστα, όπως
τα επιθυμούσα.
Τα επόμενα βράδια τα διάβαζα και τα
ξαναδιάβαζα. Δεν κουράζουν τα καλά νέα τον άνθρωπο. «Σταμάτησαν να πεθαίνουν τα
παιδιά στην Αφρική από πείνα» ήταν το πρώτο μήνυμα από ένα φορτηγό πλοίο που
ερχόταν από την Γκάνα. «Φύτρωσαν τα
πρώτα λουλούδια στη Χιροσίμα και ήταν ολοκόκκινα και μύριζαν πολύ» ήταν το
δεύτερο μήνυμα του πλοίου conteiner που ερχόταν από Τόκιο και τραβούσε Δυτική
πορεία. «Πέρασαν πολλά χρόνια χωρίς να βρεθεί νέος νεκρός, με μια σύριγγα στο
χέρι» κι αυτό ήταν πλοίο Ελληνικό. Μάλλον από Πειραιά θα είχε αναχωρήσει και η
ξεχασμένη Γαλανόλευκη, ανέμιζε στον
πρυμνιό ιστό. Πέρασμα πλοίων και τα μηνύματα πολλά. «..κι
ο τελευταίος άστεγος βρήκε σπίτι», « τέλειωσε το embargo στα
φάρμακα στην Κούβα», «κέρδισε η Ειρήνη τον πόλεμο», «η εκμετάλλευση δεν υπάρχει
πια». Ότι ποθούσα, τα καράβια που περνούσαν μου το έφερναν. Κάθε πλοίο και καλό
χαμπέρι, ας είναι καλοτάξιδα. Αυτά ήθελα και πρόσμενα να μάθω κι αυτά κατέγραφα
και τα πίστευα σαν αληθινά. Η συντροφιά μου, δεν ήθελε να με απογοητεύσει και
συγκαταβατικά συμφωνούσε μαζί μου. Ο
Πικάσο ανακάτευε τα χρώματα του αμίλητος και έριχνε όλο και περισσότερο γκρίζο,
στη ζωγραφιά του μέλλοντος μας. Ο Ρίτσος καθόταν στη πέτρινη πολυθρόνα του,
στην ακρογιαλιά στη Σάμο και αγνάντευε το πέλαγος. Ο Καβάφης αμίλητος, ταξίδευε
μέχρι την Αλεξάνδρεια, περιμένοντας τους βαρβάρους και έριχνε μια κλεφτή ματιά
στα μηνύματα που είχα γράψει. «Δεν είναι κακό να ονειρευόμαστε! Δεν συμφωνείς Κώστή?» κι ο Παλαμάς συμφώνησε
με κάποιον στιγμιαίο δισταγμό.
Σαν αργούσε πλοίο να φανεί ή κουραζόμουν
να ονειρεύομαι, πήγαινα στο μικρό παράθυρο. Σ’ αυτό που έβλεπε την βουνοπλαγιά.
Θαύμαζα το πράσινο των δένδρων και όταν χόρταινα τον καθάριο αέρα, έκλεινα τα
μάτια και ονειροπόλος ταξίδευα. Στη
κοντινή Γιουγκοσλαβία σίγησαν τα κανόνια . Σμήνος από άσπρα περιστέρια,
πετούσαν ανέμελα και έφθαναν ως τη κορφή του βουνού. Τα περιστέρια διέλυσαν το καπνό των κανονιών και ο ουρανός
έγινε γαλανός και χωρίς σύννεφα. Άνθισαν οι κερασιές , οι βυσσινιές και οι
μηλιές στο κάμπο. Μύρισε φασκόμηλο και φλισκούνι στις βουνοπλαγιές. Επέστρεψε
ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλη, που χανόταν σ’ ένα πελώριο ΓΙΑΤΙ, να σκοτωθούνε
τόσοι? Η ζωή για να προχωρήσει πρέπει να νικήσει το θάνατο και οι άνθρωποι
γιόρταζαν την Ειρήνη. Ένας γιγάντιος
ανεμοστρόβιλος γκρέμισε τις ανεμογεννήτριες στη μακρινή βουνοκορφή και οι αετοί
ζευγάρωναν ανέμελοι σαν πρώτα. Τα άστρα λαμπίριζαν στον ξάστερο ουρανό κι ο
Πολικός σημάδευε όπως πάντα το Βορρά.
Μύρισε γάλα που έβραζε η κυρά Γεωργία, η
γειτόνισσα μου, για να χορτάσει τα δίδυμα εγγόνια της. Η κόρη της η Ελπινίκη,
αργούσε να σχολάσει από τη φάμπρικα. Γέμισε κλάμα μωρών το δωμάτιο των ονείρων
μου. Ρόγες από γλυκό κόκκινο σταφύλι οι λέξεις των μηνυμάτων. Νύχτα πέρασε η
ευτυχία από το δωμάτιο μου κι ο πόθος μου να γίνω κάποια μέρα Ποιητής, έμεινε
όνειρο. Οι Ποιητές αξίζουν μόνο σαν κάνουν τα όνειρα, πράξη.
Ονειρεύτηκα περισσότερο από το μπόι μου
και όταν ξύπνησα, βρέθηκα στον φυσικό μου χώρο. Ομοιόμορφος σχεδόν παντού και
πάντα. Ένα κουτί από λαμαρίνα και σίδερο. Σε μια καμπίνα φορτηγού πλοίου. Απλή,
λιτή κι απέριττη. Με ένα τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα, στο κομοδίνο που ήταν
βιδωμένο δίπλα στη κουκέτα. Στο πέλαγος τα
όνειρα θεριεύουν κι αν είναι καλά, καλοδεχούμενα. Τα άσχημα μεγαλώνουν την
μοναξιά και φουρτουνιάζει το μυαλό του Ναυτεργάτη.
Οι αχτίδες του ήλιου τρύπωσαν από το
στρόγγυλο φινιστρίνι. Μου είπαν καλημέρα και χάθηκαν, συνεχίζοντας το αέναο ταξίδι τους
στην απεραντοσύνη του κόσμου. Έκλεψα αισιοδοξία από το φως τους κι ανέβηκα στη
Γέφυρα για την πρωινή μου βάρδια.
Τα βαπόρια τραβούσαν τις ρότες τους και στα
απόνερα που άφηνε η προπέλα, πνιγόταν ένα – ένα , του ονείρου τα μηνύματα. Αν
ήμουν ποιητής, κάποιο μπορεί να είχα σώσει.
14
Σεπτέμβρη ’95
Καραϊβική Θάλασσα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου