Συχνά διάβαινε τις τελευταίες μέρες, η Μαριγώ, το στενό σοκάκι. Αυτό που οδηγεί στα λίγα περιβόλια, στην ανατολική πλευρά του χωριού και στο ουζερί «επιστροφή», του μπάρμπα Θάνου, που χρόνια τώρα σερβίρει τους νόστιμους θαλασσινούς μεζέδες, στους ξέμπαρκους πελάτες του. Μικρό το χωριό, λιγοστοί οι κάτοικοι και οι περισσότεροι ταξιδεύουν στα πέλαγα του κόσμου.
Λίγο πιο πέρα από την «επιστροφή», ήταν το ακρόσπιτο του χωριού. Μια
μικρή παλιά μονοκατοικία, το σπίτι του δασκάλου. Εκεί ζούσε ο κυρ Προκόπης με
τις δυο του θυγατέρες, τη Θάλεια και τη Κλειώ. Η κυρά Άννα, η μάνα τους, τις
άφησε πολύ νωρίς. Λίγο πριν τελειώσουν το δημοτικό. Όταν πέθανε και ο δάσκαλος, οι αδελφές
κλείστηκαν στο σπίτι και μύριζαν της αυλής το αγιόκλημα, μετρώντας τις χαμένες άνοιξες. Λίγο μετά το σπίτι του
δασκάλου, ο κάβος με το φάρο, που χρόνια τώρα, με τις αναλαμπές του, τρείς κάθε
δέκα δευτερόλεπτα, βοηθούσε τους καπετάνιους των περαστικών πλοίων να βρίσκουν
το στίγμα τους. Μετά το φάρο απλωνόταν
το γαλάζιο της θάλασσας, μέχρι που έβλεπε το μάτι σου.
Η Μαριγώ ήταν φίλες με την Κλειώ, από τότε που πήγαιναν σχολειό και στην
ίδια τάξη. Όταν ορφάνεψε η φίλη της και από
το δάσκαλο πατέρα της, της κρατούσε συντροφιά καθημερινά. Της πήγαινε και τα απαραίτητα που
είχε ανάγκη, από το μπακάλικο. Αυτή θα ήταν η δικαιολογία της, αν κάποιος
αδιάκριτος την ρωτούσε, γιατί συχνά διαβαίνει το στενό δρομάκι και τραβούσε για
το φάρο. Ποτέ δεν έδινε αφορμή σε κανένα, αλλά οι καχύποπτοι πάντα βρίσκουν.
Καθημερινά, σεμνή και σοβαρή, περνούσε και πάντα βιαστική από το εξοχικό
ουζερί. Ποτέ δεν κοιτούσε τους θαμώνες,
όλοι τους συνταξιούχοι του ΝΑΤ ή ξέμπαρκοι οι νεώτεροι, για να μη τους δώσει το
δικαίωμα, ούτε κουβέντα να της πιάσουν. Καλλίτερα να την θεωρούν περήφανη ή και
ψηλομύτα. Ήξερε να κρατάει καλά, το
μυστικό της καρδιάς της και το κόκκινο τριαντάφυλλο στην απαλάμη του δεξιού
χεριού της.
Μόλις προσπερνούσε την «επιστροφή», έκανε την πεθυμιά τραγούδι και σιγοτραγουδούσε.
«Δεν θα κουραστώ να σε προσμένω, δεν θα κουραστώ να σ’ αγαπώ. Στο γιαλό πάλι
πηγαίνω, τον καημό μου να σου πω».
Μετά την καθιερωμένη επίσκεψη στο σπίτι με τις φίλες της και λίγο πριν
το σούρουπο, τις αποχαιρετούσε και τραβούσε προς το φάρο, που είχε γίνει ο καλλίτερος
και πιο πιστός της φίλος. Ακουμπούσε τη πλάτη της στα τοιχώματα του κι αγνάντευε
το πέλαγος. Κοιτούσε τα βαπόρια που περνούσαν και τους γλάρους που πετούσαν και
ταξίδευε μαζί τους. Πότε στο πέλαγος και πότε ψηλά στον ουρανό. Μύριζε και χάιδευε
το κόκκινο τριαντάφυλλο και λίγο πριν μαραθεί, το άφηνε απαλά-απαλά στον αφρό
της θάλασσας, με την ευχή να φθάσει στον καλό της. Στέγνωνε το δάκρυ της,
κοιτάζοντας το τριαντάφυλλο μέχρι να χαθεί στο πέλαγο. Μόνο τότε έπαιρνε το
δρόμο της επιστροφής, κάνοντας πάντα μια ευχή. Καλοτάξιδος Νικόλα και να ξέρεις,
πάντα θα σε προσμένω.
Περνούσαν τα χρόνια, η αγάπη μεγάλωνε μα ο Νικόλας , δεν έλεγε να μείνει
στη στεριά. Κρυφά τον καμάρωνε η Μαριγώ, στα ολιγοήμερα ξέμπαρκα του. Όπως και
τότε που ήταν παιδιά. Ξεχνούσε τις αλλαγές που αφήνει ο χρόνος που περνά. «Στη
θάλασσα ασπρίζουν γρήγορα τα μαλλιά και οι ρυτίδες αυλακώνουν τα πρόσωπα των
Ναυτικών. Ζηλιάρα είναι η θάλασσα και σημαδεύει τα πάντα. Τα τσακισμένα
καράβια, τα βράχια και τα πρόσωπα των Ναυτικών» έλεγε και φούντωνε η κρυφή
αγάπη της. Η αγάπη όλα τα ομορφαίνει. Η αγάπη όλα τα υπομένει κι η Μαριγώ αγαπούσε
τον Νικόλα.
Γεννημένος στο μικρό νησί, είχε
μονάχα ένα δρόμο να διαλέξει. Μονόδρομος ήταν για τον παππού, για τον πατέρα,
για τους νησιώτες όλους και για αυτόν. Η
θάλασσα. Κανείς δεν λοξοδρόμησε και όλοι την ακολούθησαν πιστά.
Συνήθισαν αυτό τον δρόμο, όπως το πρωινό πλύσιμο και την βραδινή προσευχή που
κάνουν οι πιστοί. Παλιά συνήθεια η ανάγκη.
Βιαζόταν ο Νικολής να μεγαλώσει. Να πάρει το μπόι, για να μπορεί να
τραβάει τα δίχτυα, τα παλαμάρια και να
τραβά κουπί. Από νωρίς το πρωί, κόρδωνε το κορμί του δίπλα στα ψαροκάικα και
βουτούσε στη θάλασσα. Ήθελε να δείξει στους καπετάνιους πως άξιζε, για να τον
πάρουν μούτσο στα καίκια τους.
Οι έμπειροι καπετάνιοι τον ξεχώρισαν. Δουλευτάδες θέλουν στη δούλεψη τους κι ο Νικολής είχε
όρεξη για δουλειά. Στα μισά της πέμπτης τάξης, άφησε τους συμμαθητές του και
τον κυρ Προκόπη τον δάσκαλο, που ζούσε ακόμα. Χαρούμενος και με υπεροπτική
ματιά προς στους συμμαθητές του, έκλεισε την πόρτα του σχολειού και με μια
δρασκελιά, βρέθηκε στη τράτα, που την έλεγαν «Αυγή», και είχε καραβοκύρη,
μακρινό συγγενή από τη μάνα του.
Πάλευε με σχοινιά, παλαμάρια, συρματόσχοινα και δίχτυα, που μύριζαν ψαρίλα,
ιδρώτα και φτώχεια. Μουτζούρης μα περήφανος κι ο δάσκαλος, κοιτούσε από το
ανοιχτό παράθυρο, με ένα παράπονο στα μάτια. Ένοιωθε τύψεις που δεν κατάφερε να
πείσει τον μαθητή του, πρώτα να μάθει γράμματα και μετά να δουλέψει.
Οι συμμαθητές τον ζήλεψαν και η
Μαριγώ, τον καμάρωνε κρυφά. Στα παιδιά αρέσουν τα ταξίδια και κάνουν όνειρα
πολλά.
Τα χρόνια περνούν γρήγορα. Νερό στ’ αυλάκι και ούτε για μια ανάσα δεν σταματούν.
Από παιδί ο Νικολής, έγινε νέος, μετά άνδρας. Από τζόβενο Ναύτης, μαραγκός,
λοστρόμος. Από τις τράτες σε μεγάλα ψαροκάικα, μετά σε μικρά και ύστερα
σε μεγάλα φορτηγά και σε γκαζάδικα. Πάντα δουλευτής, καλός τεχνίτης και υπάκουος
στα αφεντικά και στους από πάνω του. Λογκάδα τα ταξίδια του και τα ξέμπαρκα του
λίγα.
Ταξίδια ο Νικόλας κι υπομονή η Μαριγώ. Τα χρόνια περνούσαν κι ούτε
δοκίμασε φιλί . Είχε νικήσει το χρόνο και ζούσε, σαν να ήταν παιδί. Τότε που
καμάρωνε τον Νικολή να φεύγει από το σχολειό. Σαν να είχε κάνει όρκο, να τον
προσμένει για πάντα. Έχει δύναμη φαίνεται η αγάπη, όταν είναι αληθινή.
Στις τροπικές νύχτες , τότε ο ύπνος είναι δύσκολος κι ο ναυτικός κάνει
όνειρα για να ξεχασθεί, ο νους του Νικόλα
γυρνούσε πίσω στο νησί. Σκεφτόταν τη Μάνα του, την κυρά Μάνα, όπως συνήθιζε να
την αποκαλεί. Την έβλεπε να φοράει το μαύρο της μαντήλι και να πηγαίνει στον Αι
Νικόλα τάματα και να προσεύχεται για το παλληκάρι της. Ήθελε να ‘χει ένα
εγγόνι, μα της το στέρησε η θάλασσα, που κέρδισε το γιο της. Μια φορά θυμάται
του το είπε, μα το μετάνιωσε αμέσως. Τον πλήγωσε χωρίς να το θέλει και η Μάνα
δεν θέλει να πληγώνει το παιδί της. Κι η Μαριγώ ερχότανε στον ύπνο του συχνά
και πάντα να φοράει την μπλε κορδέλα στα μαλλιά. Σαν τότε που τον κοίταξε να φεύγει και να πηδά στην τράτα, για πρώτη του φορά.
Σαν να μη είχε περάσει ένας χρόνος, ένας μήνας ή μια ώρα.
- Λες να την αγαπάω? Λες να με αγαπάει?
Στα δύσκολα άλλαζε σκέψεις, σαν τον καλό καπετάνιο που αλλάζει ρότα,
όταν πρέπει για να αποφύγει τα ρηχά. Πολλούς δρόμους έχει η θάλασσα κι η σκέψη
άλλους τόσους. Ξέφευγε από τους ανθρώπους και πήγαινε στα άψυχα για να θολώσει
τα νερά. Έκανε βόλτες στις ακρογιαλιές του νησιού και καμάρωνε τα κάτασπρα σπίτια
με τα γαλάζια παράθυρα. Περνούσε κι από την «επιστροφή» κι έπινε το ούζο με
τους φίλους. Θυμόταν τα αστεία και ανέκδοτα του μπάρμπα Θάνου. Μπορεί να ήταν
τσιγκούνης, αλλά στα λόγια ήταν γαλαντόμος. Είχε τον τρόπο του, να δίνει κέφι
στις παρέες. Μας έκανε από σκληρούς ναυτικούς που φαινόμασταν, όπως ακριβώς
είμαστε. Καλοί και μαλακοί, σαν το ζυμάρι.
Όταν νευρίαζε που δεν τον έπαιρνε ο ύπνος, εύρισκε λόγο για να σηκωθεί.
«Αρκετά ονειρεύτηκα κι απόψε. Σήκω ρε Νικόλα κι έχεις να ματίσεις και
τον κάβο, που έσπασε στο τελευταίο μας ρεμέντζο. Πρέπει να βάψουμε και το
σινιάλο στη τσιμινιέρα, τώρα που βρήκαμε καλό καιρό. Τα όνειρα είναι για τους
τεμπέληδες και αργόσχολους για να περνούν τις ώρες τους».
Κάθε πρωί ανέβαινε στη Γέφυρα στις έξι.
Έτσι ως είθισται από τα χρόνια τα παλιά. Να πει καλημέρα στον Γραμματικό
και πάρει τις οδηγίες της μέρας. Άλλες επαφές
με τα «ψηλά», δεν είχε. Κατέβαινε στα μαγαζιά. Διαφέντευε τις μπογιές, τα
πινέλα, τα ματσακόνια κι όλα τα σύνεργα της δουλειάς. Πριν λίγα χρόνια είχε και
βοηθό το τζόβενο, αλλά για λόγους οικονομίας, άφησαν μόνο του τον λοστρόμο.
Πάνω από όλα το κέρδος κι ο Νικόλας έκανε διπλή δουλειά. Χωρίς
παράπονα, συνέχιζε όπως πάντα, να
δουλεύει μήνες πολλούς, χωρίς να
σκέφτεται το ξέμπαρκο. Έτσι το πήγαινε από μπάρκο σε μπάρκο και πάντα ξεχνούσε
σαν έφευγε τον γυρισμό. Μέτραγε λίγα μπάρκα και πολύ υπηρεσία για σύνταξη.
Στο τελευταίο ταξίδι κάτι άλλαξε και κράτησε λίγες μέρες. Ίσως λίγο παρά
πάνω από μήνα. Οι φίλοι του στο ουζερί, τον καλωσόρισαν όπως πάντα και άρχισαν
να πίνουν τα ουζάκια τους, να λένε
ιστορίες ναυτικές. Οι συνταξιούχοι να θυμούνται περασμένα και οι ξέμπαρκοι
λένε, πως τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Κάποιος από τη παρέα δεν άντεξε και τον
ρώτησε, γιατί τόσο νωρίς το ξέμπαρκο. Ποτήρι στο ποτήρι λύνεται η γλώσσα κι ο καημός
, βρίσκει ανοιχτή τη πόρτα της καρδιάς.
-Θα σου πω ρε φίλε το λόγο και το το παράπονο μου, για να ξαλαφρώσω
πρώτα εγώ και για να μην την πατήσει κάποιος άλλος. Ήμουν από μικρός στα
κάτεργα και δεν το κρύβω, τ’ αγάπησα πολύ. Όπως ο φυλακισμένος το κελί. Όταν
έφευγα ξεχνούσα να γυρίσω κι ας πλήγωνα τη Μάνα μου πολύ. Στο τελευταίο μπάρκο ο
καπετάν Διαμαντής, ο αρχιπλοίαρχος μου
λέει. Θα πας Ανθυποπλοίαρχος Νικόλα στο Μοντάνα.
Το ταξίδεψες πολλά χρόνια σαν
λοστρόμος. Καιρός να ξεκουραστείς. Φαίνεται πως ήμουν κουρασμένος και δέχθηκα.
Μπορεί να πίστευα ότι δεν ήταν καλλίτεροι οι άλλοι, που ανέβαιναν στις Γέφυρες.
Βρέθηκα στο Ροζάριο κι από συνήθεια έτρεξα στα πρυμνιά μαγαζιά και στο κάσσαρο.
Όταν με φώναξαν καπετάν Νικόλα, έψαξα γύρω μου να βρω ποιόν φωνάζουν. Στη
γέφυρα που ανέβηκα, τιμόνι, ραντάρ, βυθόμετρα, χάρτες , ήταν σαν να τα έβλεπα
πρώτη φορά. Ένοιωσα άσχημα, σαν πρωτόμπαρκος, στο πρώτο μου καράβι. Στην φόρτωση,
δεν είχα πρόβλημα. Άνοιγα κι έκλεινα τα αμπάρια, βυράριζα- λασκάριζα τους
κάβους, όλα καλά. Μια μέρα πριν σαλπάρουμε μου λέει ο καπετάνιος. Καπετάν
Νικόλα, να βγάλεις τα μίλια για το επόμενο ταξίδι. Ροζάριο – Oζάκα , μέσω Μαγγελάνο. Λες και μου
έλεγε, φτιάξε μια σκαλωσιά στο δεξιό κοράκι, για να φρεσκάρουμε το όνομα που
έχει ξεβάψει.
Δεν θα σας κουράσω πολύ ακόμα. Κέρασε μας μπάρμπα Θάνο.
Αν με βλέπατε στο Chart room,
θα με λυπόσαστε. Όλα είναι δύσκολα, σαν δεν τα ξέρεις. Βουνό οι χάρτες, βαρύ το
μολύβι και το κουμπάσο, δεν μέτραγε σωστά. Μέτραγα, μπέρδευα μίλια και ρότες
και πάλι απ’ την αρχή. Με τον ιδρώτα μούσκευα τους χάρτες, λες κι έκανα
ματσακόνι στον Περσικό.
Κατέβα ρε πούστη Θεέ να μετρήσεις τα μίλια, δεν άντεξα και έβρισα την
ώρα που ο καπετάνιος άνοιγε την πόρτα. Καλλίτερα ένα πνιγμός σε πέλαγο βαθύ,
παρά τέτοιο ρεζιλίκι ρε μάγκες μου.
Οι συνάδελφοι έδειξαν πως τον
κατάλαβαν και ο μπάρμπα Θάνος, πήγε να σκάσει ένα χαμόγελο, μα την τελευταία
στιγμή κατάφερε να το πνίξει, βλέποντας το αγριεμένο μάτι το Νικόλα.
«Κερνάω εγώ παιδιά» φώναξε, διώχνοντας
μια μέλισσα που γυρόφερνε στα πιάτα στο διπλανό τραπέζι. «Κατέβα ρε
μπαγάσα Θεέ, να ανακατέψεις τα καλαμάρι πριν καούν» , πρόλαβε να πει πριν χαθεί
στην μισάνοιχτη πόρτα της κουζίνας.
- Αν δεν παράταγα το σχολείο, ίσως θα μάθαινα να μετρώ τα μίλια. Αν
άκουγα τον δάσκαλο θα γινόμουν καπετάνιος με τη βούλα. Αφού δεν έκανα όλα αυτά,
θα μπορούσα όμως να μην εξευτελιστώ, έκρινε με πολύ αυστηρότητα την τελευταία
πράξη, της ναυτικής ζωής του.
Έβαλαν το τελευταίο ούζο στα ποτήρια κι όλοι μαζί του ευχήθηκαν καλή
σύνταξη, καλή στεριά. Όλοι είχαν καταλάβει πως η απόφαση του ήταν οριστική.
Χαιρέτησε τους φίλους κι έφυγε πρώτος.
- Γεια σου Νικολή και καλωσόρισες.
- Γεια σου Μαριγώ κι ένοιωσε την καρδιά του να χτυπά δυνατά.
Την χαιρέτησε κι ένα τριαντάφυλλο κόκκινο φώλιασε μέσα στα δυο τους
χέρια.
Σε σκεφτόμουν πάντα Μαριγώ.
Κι εγώ σε περίμενα πάντα Νικολή.
Αγκαλιά περπάτησαν μέχρι το ακρογιάλι. Άφησαν το τριαντάφυλλο για τελευταία
φορά στο πέλαγο και φιλήθηκαν για πρώτη φορά. Κοίταξαν τα άστρα και μέτρησαν τα
χαμένα φιλιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου