Η πόρτα με τα μπρούτζινα γράμματα

 

                  

    Το ξαφνικό ροχαλητό του, τρόμαξε το κοπρόσκυλο που του έγλειφε τα παπούτσια και τα μπατζάκια του παντελονιού. Είχε από ώρα  κάνει εμετό από τη σούρα  και αποκαμωμένος, σαν νεκρός ήταν πεσμένος στο πεζοδρόμιο και το μισό του κορμί ήταν στην είσοδο της ερειπωμένης  πολυκατοικίας.

   Είχε ξημερώσει και η μέρα είχε πάρει τη θέση της στο λιμάνι. Οι μαγαζάτορες άνοιγαν τα μαγαζιά τους και αντάλλαζαν τυπικές καλημέρες. Οι διαβάτες προσπερνούσαν και επιδέξια προσπερνούσαν τον πεσμένο άνδρα. Ο μικρός από το διπλανό μαγαζί, έβγαζε το εμπόρευμα στο πεζοδρόμιο, σπρώχνοντας με τα πόδια του, το κορμί  που ήταν πεσμένο και τον εμπόδιζε.  Κάποια στιγμή, από το σπρώξιμο ίσως, άνοιξε με το ζόρι τα μάτια του. Ανήμπορος να σταθεί στα πόδια του, προσπάθησε να στηριχθεί στη παλιά πόρτα. Ένοιωθε χαμένος, ζαλισμένος  και από συνήθεια, έψαξε στη τσέπη στο σακάκι για τσιγάρο. Με δυσκολία  κατάφερε και  το άναψε. Τράβηξε μια ρουφηξιά και το πέταξε στη μέση του δρόμου. Τσαρούχι ήταν το στόμα του και ντράπηκε σαν είδε τον μπαρμπέρη, που τον κοιτούσε από το απέναντι κουρείο και κουνούσε περιφρονητικά το κεφάλι του.

   Προσπαθούσε να δρομολογήσει τις σκέψεις του, κρατώντας το κεφάλι του μέσα στα δυο του χέρια, που ήταν βαρύ σαν σίδερο. Όσο συνερχόταν προσπαθούσε να κρύψει τη ντροπή του, μέσα στις απαλάμες του.  Οι περαστικοί δεν έδιναν σημασία. Πήγαιναν στη δουλειά τους και βιαζόντουσαν. Οι μαγαζάτορες αγανακτισμένοι σχολίαζαν πικρόχολα το καινούργιο «φρούτο», που διάλεξε το δρόμο τους για να μένει και όλοι παρακαλούσαν να είναι τουλάχιστον  προσωρινός.  Έμεναν κι άλλοι ξεπεσμένοι άστεγοι, ναρκομανείς και αλκοολικοί οι περισσότεροι στο δρόμο τους και στα γύρω σοκάκια. Είχαν βαρεθεί να τους λυπούνται όλους αυτούς και σιγά – σιγά, συνήθισαν  τον ξεπεσμό του ανθρώπου.

      Όταν συνήλθε ο νεοφερμένος και μπόρεσε να σταθεί κάπως στα πόδια του, άνοιξε για καλά τα μάτια του. Γνώριμη του φάνηκε η πόρτα που για σιγουριά, ακουμπούσε τη πλάτη του. Προσπάθησε να θυμηθεί και άρχισε να διαβάζει τις λέξεις που ήταν γραμμένες με χοντρά μπρούτζινα γράμματα, στη πρόσοψη της πόρτας.  Είχαν μαυρίσει με τα χρόνια και μερικά έλλειπαν τελείως.

    WE-T SHIP-I-G Co

    FILO-OS  -5 – PEIRA- -S, κατάφερε με δυσκολία  να διαβάσει και ένα χαμόγελο ικανοποίησης διαγράφηκε στο ταλαιπωρημένο πρόσωπο του.  Συνήλθε τελείως και σαν να μη πέρασε μια άσχημη νύχτα, θυμήθηκε πως κάποτε, περνούσε ταχτικά  τη βαριά ξύλινη πόρτα, με τα χοντρά μπρούτζινα γράμματα.   Είκοσι χρόνια είχαν περάσει από τότε που την πέρασε φεύγοντας για τελευταία φορά.  Ήταν η πόρτα που οδηγούσε στα γραφεία της Ναυτιλιακής εταιρίας, όταν  δούλευε σαν Ναύτης στα βαπόρια της. Είχε κάνει το «λάθος» να συμμετέχει στην απεργία των Ναυτεργατών και η εταιρία, τέτοια λάθη, δεν συγχωρούσε. Μαζί με τον Μηνά τον Θερμαστή, τους έδιωξαν από το Vera Cruz του Μεξικού και τους έκλεισαν για πάντα αυτή τη πόρτα, όπως και κάθε πόρτα που οδηγούσε σε Εφοπλιστικά γραφεία. Το δικαιολογητικό απόλυσης, «λόγω συμμετοχής σε απεργία», στο Ναυτικό Φυλλάδιο, ήταν ο σύρτης που έκλεινε τις πόρτες και το δικαίωμα για δουλειά. 

   Έτσι χώρισαν οι φίλοι που χρόνια ταξίδευαν μαζί.

   Ο Νικόλας γύρισε στο νησί του. Έγινε γεωργός ,παντρεύτηκε, έκανε παιδιά και στέργιωσε. Στο μεγάλο λιμάνι ερχόταν σπάνια για δουλειές ή επισκέψεις σε γιατρούς  και νύχτα δεν έμενε ποτέ. Χθες έχασε το πλοίο της επιστροφής, για λίγα λεπτά. Μόλις είχαν αμολήσει το τελευταίο κάβο και η προπέλα έδινε κίνηση  απομάκρυνσης από την προβλήτα. Στεναχωρέθηκε  και από τα νεύρα του πέταξε το τσιγάρο, στα θολά και βρώμικα νερά.   Απογοητευμένος πήγε στο πιο κοντινό ξενοδοχείο, δίπλα  στο λιμάνι και έκλεισε δωμάτιο, για να περάσει τη νύχτα. Ήταν νωρίς να πέσει για ύπνο και η ώρα δεν περνούσε. Χωρίς σκοπό βγήκε στους δρόμους, όπως και τότε που έψαχνε δουλειά. Στα καφέ που σύχναζε παλιά, ήπιε καφέ και ήλπιζε μήπως ανταμώσει κάποιον γνώριμο παλιό και ίσως το Μηνά. Είχαν περάσει τα χρόνια και είχαν αλλάξει πολλά. Κτήρια, μαγαζιά και οι συνήθειες των ανθρώπων. Στον καφενέ τον βρήκε η νύχτα και πιο δίπλα,  άρχισαν να ανοίγουν τα λίγα καμπαρέ, που είχαν απομείνει στο λιμάνι, αντέχοντας πεισματικά στο πέρασμα του χρόνου και στις αναδουλειές της εποχής. Πορτιέρηδες προσκαλούσαν και κοπέλες προκαλούσαν, για να βγάλουν το νυχτοκάματο.   Θυμήθηκε τα περασμένα και χωρίς να το σκεφθεί, βρέθηκε στην αγκαλιά μιας όμορφης  Φιλιππινέζας, που την κερνούσε και έπιναν μαζί.

   Είχε ξεσυνηθίσει το ποτό και το ξενύχτι και δεν άντεξε. Μπορεί και τα ποτά να ήταν «μάπα». Ζαλισμένος και με τη τσέπη άδεια βγήκε από το καμπαρέ. Τρικλίζοντας κατάφερε να φθάσει μέχρι τη Φίλωνος  55. Δεν τον κρατούσαν τα πόδια του που τρέκλιζαν παραπατώντας. Πέφτοντας αποκοιμήθηκε πάνω  στα ξερατά του.

    Όταν είδε τη πόρτα ερειπωμένη και ερμητικά κλειστή, σαν τον ξύπνησε ο παραγιός του εμπορικού,  ένα συναίσθημα πρωτόγνωρο τον βοήθησε να συνέλθει γρήγορα. Ένοιωσε ικανοποίηση και  χαρά και καθόλου ντροπή για το χθεσινό κατάντημα του. Ήταν  ζωντανός και η εταιρία είχε κλείσει. Τι κι αν πέρασαν τόσα χρόνια. Η αδικία είχε γίνει μίσος και ελλόχευε. Τώρα   ένοιωσε σαν νικητής σε αγώνα πυγμαχίας.  Χαιρέτησε του μαγαζάτορες και στον μπαρμπέρη είπε, θα περάσω μετά για ξύρισμα. Στο πρώτο μαγαζί  αγόρασε καινούργια ρούχα και μετά πήγε για μπάνιο στο ξενοδοχείο, που είχε πληρώσει χωρίς να κοιμηθεί. Ανθρώπεψε και πήγε στο κουρείο να ξυριστεί. Ο κουρέας δεν τον αναγνώρισε και σαν μπαρμπέρης δεν έχασε την ευκαιρία. Άρχισε να λέει για τον καινούργιο ένοικο του δρόμου. Ένα καινούργιο φρούτο και ένας άνδρας ίσαμε το μπόι σου.  Δεν τον χωρούσε το πεζοδρόμιο. Είναι συχνό φαινόμενο δυστυχώς τα τελευταία χρόνια. Δρόμος των αστέγων θα γίνει και το κουρείο όπως πάει θα το κλείσω. Έφυγαν και οι εφοπλιστές. Διάλεξαν άλλες περιοχές και μετέφεραν τα γραφεία τους. Άλλοι στα Βόρεια προάστια κι άλλοι Βουλιαγμένη και πέρα. Χάθηκαν κι οι Ναυτεργάτες κι ερήμωσε η πιάτσα. Τώρα γέμισαν τα βαπόρια με ξένους. Κάθε μέρα που περνά και χειρότερη γίνεται η κατάσταση. Που είναι τα χρόνια τα παλιά.  Εσύ πως τα βλέπεις τα πράγματα?

   -Όλοι μας μπορεί να βρεθούμε σ’ αυτή τη θέση, του άστεγου εννοώ. Κάποιος λόγος θα υπάρχει, γιατί κανείς δεν πιστεύω να θέλει να μένει στο δρόμο. Την αιτία που  τους οδηγεί,  πρέπει να βρούμε και να την πολεμήσουμε. Κανείς δεν πέφτει στον γκρεμό, αν κάποιος δεν τον σπρώξει.

   Ο κουρέας κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, βάζοντας περίσσια φτηνή κολόνια στο φρεσκοξυρισμένο πρόσωπο.  Αυτό πρέπει να γίνει. Άλλη λύση δεν υπάρχει ψιθύρισε,  ψάχνοντας να δώσει τα ρέστα, από το εικοσάευρο  που πήρε για να πληρωθεί το ξύρισμα.

   Κράτα τα και σ’ ευχαριστώ του είπε  ο Νικόλας και έδωσε φιλοδώρημα και στο μικρό που του ξεσκόνιζε από συνήθεια το καινούργιο του σακάκι. Χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στην απέναντι αραχνιασμένη  πόρτα, τράβηξε γρήγορα για το πλοίο της γραμμής, που είχε έξτρα δρομολόγιο, ημερήσιο εκείνη τη μέρα.  Με τη σκέψη πως ίσως και να μετακόμισε η εταιρεία κάπου αλλού, του λιγόστεψε την ικανοποίηση που είχε νοιώσει όταν την είδε κλειστή και ερειπωμένη κι ας ήταν μισοζαλισμένος.

   Σε λίγη ώρα το πλοίο σαλπάρισε και  ακουμπισμένος στη κουπαστή, επέστρεφε στο νησί του. Το δροσερό θαλασσινό αεράκι, του χάιδευε το φρεσκοξυρισμένο πρόσωπο και έπνιξε στο βαθύ πέλαγος της επιλεκτικής  αμνησίας τη χθεσινή βραδιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άτιτλο 19

    Όλη τη νύχτα στο όνειρο μου, στον χαμένο το καιρό μου, πειρατές με κυνηγούσαν, λύτρα και χρυσό ζητούσαν. Να γλυτώσω δίδω μάχ...