Ταξιδεύοντας και δίπλα μας πιρόγες

 

                                           

      Λίγο πριν το μεσημέρι φθάσαμε στις εκβολές του ποταμού Orinoco και τα θολά νερά του, κέρδισαν το μπλε της θάλασσας. Μέρες ταξιδεύαμε από Tuapse, ένα μικρό λιμάνι της Σοβιετικής Ένωσης, τα χρόνια εκείνα, με φορτίο παλιοσίδερα. Μεσόγειος και Ατλαντικός ήταν στα καλά τους και το ταξίδι ήσυχο. Το τσούρμο ήταν χαρούμενο, σαν κάθε φορά που πιάνα με λιμάνι. Το πολύ ήμερο ταξίδι, κουράζει ακόμα και με καλό καιρό. Μόνο ο καπετάνιος ήταν ανήσυχος προσμένοντας τον Πιλότο να φανεί. Πάντα τα ποτάμια κρύβουν δυσκολίες και έχουν τις ιδιαιτερότητες τους. Έχουν στενέματα, ρεύματα και αβαθή συχνά αχαρτογράφητα. Ο Πιλότος ταξιδεύει το καράβι στο ποτάμι και ο καπετάνιος έχει την ευθύνη.

     Δεν άργησε να φανεί η λάντζα και ο Πλοηγός, νέος καθώς ήταν ανέβηκε στα γρήγορα την σκάλα του Πιλότου. Ο καπετάνιος έδειξε ανήσυχος. Νέος Πιλότος, άπειρος θα είναι σκέφθηκε, αλλά τον καταδέχθηκε ως είθισται. Τον κέρασε καφέ και αντάλλαξαν τα απαραίτητα πριν ξεκινήσει το ταξίδι μας στο ποταμό. Ταχύτητα και βύθισμα πλοίου, ετοιμότητα μηχανής και ζήτησε ένα καλό τομονιέρη. Ο καπετάνιος διάλεξε εμένα που ήμουν σκάπουλος στη βαρδιόλα και το ταξίδι ξεκίνησε.

     “Θα ακούς και θα επαναλαμβάνεις καθαρά και δυνατά, τις εντολές μου”, με διέταξε ανάβοντας τσιγάρο ο Πιλότος και στρογγυλοκάθισε στη καρέκλα του. Η ανησυχία του καπετάνιου μεγάλωσε. Το ποτάμι ήταν φαρδύ στο δέλτα του και το καράβι ταξίδευε στο γλυκό και θολό νερό. Εγώ κρατούσα με προσοχή το τιμόνι ακολουθώντας τις οδηγίες Το πλήρωμα έκανε σχέδια και ονειρευόταν μέρες ξένοιαστες στο λιμάνι άφιξης. Τα λιμάνια της Λατινικής  Αμερικής, ήταν βάλσαμο στη μοναξιά των ταξιδιών, για τα πληρώματα των καραβιών.

    Σιγά σιγά αφήσαμε το δέλτα και συνεχίζαμε το ταξίδι στο ποτάμι που στένευε, όσο προχωρούσαμε και έμοιαζε σαν φίδι ξαπλωμένο για να ξεκουραστεί. Δεξιά και αριστερά ατέλειωτος κάμπος με βλάστηση τροπική. Οι εναλλαγές συνεχόμενες και το πλήρωμα καμάρωνε τι ομορφιές της φύσης.

    “Τώρα θέλω να προσέξεις πολύ”, μου φώναξε ο Πιλότος και πρώτη φορά σηκώθηκε από την καρέκλα του. “Ahora pasaremos el turno de diabolo. All stambord! Hard stanboard! Middle steering wheel! All port! Hard port! Middle steeiring wheel! Ok! Bravo. Good steering! Εκτελούσα τις εντολές χωρίς να σκέφτομαι. Έβλεπα τη πλώρη και νόμιζα ότι καρφώνεται στη στεριά και ήθελα να κλείσω τα μάτια. Ο καπετάνιος ρούφηξε με μια ρουφηξιά το τσιγάρο. Ο Πιλότος ξανά θρονιάστηκε στη καρέκλα του. Περάσαμε τη στροφή του Διαβόλου και συνεχίσαμε ήρεμα τον διάπλου στο ποταμό και με άλλαξαν με άλλο Ναύτη στο τιμόνι. Τα δύσκολα είχαν περάσει κι ο Πιλότος ζήτησε coca cola για δροσιστεί. Ο καπετάνιος ικανοποιημένος, μας κέρασε όλους και ήρθε και η δικιά μου ώρα για τσιγάρο.

      Στη δεξιά όχθη του ποταμού κι όπου υπήρχε ξέφωτο και λιγότερη βλάστηση, ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια οι καλύβες των ιθαγενών. Περίτεχνα φτιαγμένες με χονδρά καλάμια μπαμπού και σκεπασμένες με πλατιά φύλλα τροπικών δένδρων. Πρωτόγνωρες κατοικίες ανθρώπων, που ζουν μακριά από τον τρόπο, που λέμε με μια λέξη πολιτισμό. Έτσι ζούσαν οι πρόγονοι τους, έτσι συνεχίζουν να ζουν. Μπορεί να μη βρήκαν τρόπο να αλλάξουν τη ζωή τους. Μπορεί και να μη τους το επέτρεψαν οι “πολιτισμένοι” ή και μπορεί να μην ήθελαν. Ζούσαν μέσα στη φύση και με ότι τους έδινε αυτή απλόχερα και με ότι τους έδιναν τα διερχόμενα πλοία. Με φρούτα τροπικά και ψάρια ποταμίσια που μαγείρευαν με ξύλα και ο καπνός ανέβαινε στον ουρανό, διώχνοντας κουνούπια και άλλα βλαβερά έντομα των βάλτων.

     Η κάθε καλύβα είχε την πιρόγα της, για το ψάρεμα και με αυτές πλησίαζαν τα πλοία που περνούσαν, για να ζητήσουν κάτι από το περίσσευμα των Ναυτικών. Κάτι σαν αντίτιμο, για την ησυχία που τους χαλούσαν τα απόνερα των καραβιών. Το αργόσχολο πλήρωμα, κουβέρτας και μηχανής. ακουμπισμένο στις κουπαστές, χάζευε πιρόγες και το τσούρμο τους, αγόρια λυγερόκορμα και όμορφα κορίτσια, που επιδέξια πλησίαζαν, ρισκάροντας ίσως, μέσα στα απόνερα που άφηνε η προπέλα. Χαμογελούσαν και μας μιλούσαν στη γλώσσα τους, που δεν γνωρίζαμε, αλλά καταλαβαίναμε πως  κάτι ήθελαν να τους δώσουμε. Ανταποκριθήκαμε όλοι και τους δώσαμε ότι μπορούσαμε να δώσουμε. Άλλος κονσέρβες, άλλος σαπούνια ή πακέτα από τσιγάρα. Άλλα έπεφταν μέσα στις πιρόγες και άλλα στα θολά νερά του ποταμού. Τα περισσότερα κι από αυτά δεν πήγαιναν χαμένα. Τα νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια βουτούσαν και τα ψάρευαν. Τα άπλωναν μέσα στις πιρόγες να στεγνώσουν.

    Όλοι μας κρυφοκοιτάζαμε τα κορίτσια με την ξωτική ομορφιά, με τα ξέπλεκα μαλλιά και με τα βρεγμένα ελαφριά ρούχα κι όλο φέρναμε και κάτι για να συνεχίζουν να μας ακολουθούν. Ο Ahmet, ο Ναύτης από την Αίγυπτο, τους πέταξε στο τέλος και τη φόρμα εργασίας που φορούσε και έμεινε με το σώβρακο και την γυμνή κοιλιά του ιδρωμένη. Ο Παντελής ο λαδάς που μόλις είχε τελειώσει τη βάρδια του στη μηχανή, πέταξε μια μεγάλη φέτα από καρπούζι που έτρωγε και ταξίδευε σαν βαρκούλα με κόκκινο πανί. Το πλοίο συνέχιζε να ταξιδεύει και όταν πια δεν μπορούσαν να μας ακολουθήσουν άλλο οι πιρόγες,, μας κουνούσαν τα χέρια και χαρούμενοι μας αποχαιρετούσαν. Θα επέστρεφαν στις καλύβες τους, περιμένοντας το επόμενο βαπόρι.

    Με την βοήθεια πλοηγού και με κάμποσες ώρες ταξίδι, φθάσαμε στο πόρτο Mantazas και άρχισε η εκφόρτωση. Περάσαμε καλά, όπως περνάνε στα λιμάνια οι Ναυτικοί. Όταν τέλειωσε, μετά από κάποιες μέρες, ετοιμαστήκαμε για τον απόπλου. Νύχτα ήταν όταν σαλπάραμε, μα από το πλήρωμα, απουσίαζε ο Ahmet. Ο ναύτης από το Κάιρο. Συνηθισμένο το φαινόμενο. Αρκετοί έχαναν τα βαπόρια. Άλλοι από έρωτα, άλλοι ψάχνοντας καλλίτερη τύχη στη στεριά και άλλοι από κακό υπολογισμό της ώρας του απόπλου. Το καράβι δεν περιμένει ποτέ κανένα.

    Περνώντας από το σημείο με τις πιρόγες σταθήκαμε άτυχοι. Ήταν νύχτα και μόνο η φωτιά συνέχιζε να ανάβει και σκορπούσε τον καπνό στον ουρανό. Βασίλευε η ησυχία της νύχτας και εδώ ήταν το φυσικό της περιβάλλον. Βλέποντας τις αραγμένες πιρόγες, σκέφθηκα τον Ahmet. Πως θα την έβγαζε χωρίς δουλειά και με άδεις τσέπες σε μια ξένη χώρα? Τον φαντάστηκα πάνω σε μια πιρόγα και να εκλιπαρεί για μια κονσέρβα ή ένα πακέτο τσιγάρα. Με γυμνή την χονδρή κοιλιά του, να κάνει μακροβούτια και να τον παρασέρνει το ρεύμα. Να πνίγεται και να τον σώζουν οι Ιθαγενείς, γιατί τους είχε χαρίσει ακόμα και την φόρμα του και γιατί σίγουρα θα ήταν καλοί άνθρωποι.

    Βρεθήκαμε να ταξιδεύουμε στο πέλαγος την άλλη μέρα. Πέρασαν μήνες και κάναμε πολλές χιλιάδες μίλια από τότε. Με αγριεμένες και γαλήνιες θάλασσες. Πιάσαμε πολλά λιμάνια μέχρι κάποια μέρα βρεθήκαμε στη ράδα του Rio de Janeiro. Βλέπαμε την Copa Campana και φανταζόμασταν καλλίγραμμα κορμιά να κολυμπούν και το μεγαλόπρεπο άγαλμα του Χριστού να κάνει μπανιστήρι από ψηλά, από το θρόνο του.

    Είναι όμορφη στα αλήθεια η πόλις του Ρίου. Έχουν δίκιο οι Βραζιλιάνοι όταν με μεγάλη σοβαρότητα υποστηρίζουν ότι, “έξι μέρες έκανε ο Θεός να φτιάξει τον κόσμο, μαζί με την Βραζιλία  και την εβδόμη έφτιαξε το Ρίο”.

    Δεν είχαμε καλά καλά να τελειώσουμε την αγκυροβόληση και να σου μια βάρκα δίπλα μας, με μοναδικό επιβάτη τον Ahmet. Πως βρέθηκες εδώ ρε χαμένο κορμί τον ρώτησα. Σε φανταζόμουν πλήρωμα σε πιρόγα στον Ορινόκο. Μου χαμογέλασε πλατιά, με το καλοκάγαθο γέλιο των Αιγυπτίων και άρχισε να μου εξιστορεί το πως και το γιατί.

    Έχασα το καράβι στο Mantazas, γιατί ήθελα να παρακολουθήσω τον αγώνα του Cassious Clay. Ήταν τελικός και δεν μπορούσα να μην τον δω. Άδικα αλλαξοπίστησε ο πρωταθλητής?  Ήμουν όμως και τυχερός. Σε λίγες μέρες πέρασε άλλο καράβι της εταιρείας μας και με μάζεψε. Να σ' αυτό το καμένο γκαζάδικο μπάρκαρα, αλλά πήρε φωτιά και τώρα κάνω τον φύλακα, περιμένοντας κάποιο άλλο να περάσει. Ευτυχώς όμως, μια μέρα πριν πάρει φωτιά και γίνουν όλα στάχτη και μπούρμπερη, πρόλαβα και χάρισα στη κοπέλα που πριν  λίγες μέρες είχα γνωρίσει σε ένα μπαρ του λιμανιού, την τηλεόραση που είχα στη καμπίνα. Αυτά είναι τα νέα μου  είπε και έδειχνε ικανοποιημένος.

    Πολύ τυχερός ρε Ahmet. Που την βρίσκεις τόση τύχη?

    Είδες, μου απάντησε, τρίβοντας το φαρδύ μουστάκι και χαϊδεύοντας την κοιλιά του, ο αγαθός και καλός μας φίλος.

    Τρίτωσε η τύχη του. Τον πήρε ξανά πλήρωμα ο καπετάνιος στο καράβι μας. Έκανε καθημερινά ματσακόνι και έβαφε τα άλμπουρα και ταξιδεύοντας ακόμα. Όταν σχολούσε, γονάτιζε προς τη Δύση και έκανε την προσευχή του, στον Θεό που πίστευε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τεολευταία πεθυμιά

  Συνταξιούχος μπάρκαρα ,σε φορτηγό καράβι, μα με κρατούσαν στη στεριά, δεμένο σάπιοι κάβοι. Κρίμα δεν έχω   δύναμη, τους κάβους για να ...