Από παιδί μου άρεσε να ταξιδεύω και να ονειρεύομαι. Στον ύπνο και στο ξύπνιο μου συχνά. Τις μέρες του καλοκαιριού αρμένιζα τις θάλασσες του κόσμου με ένα καράβι αυτοσχέδιο, που αρμάτωσα με νεροκολοκύθα, που έκλεψα από το κήπο της Μάνας μου. Την έκοψα με προσοχή στη μέση και σαν μάστορας παλιός, που τη ζωή του είχε φάει σε Συριανό καρνάγιο, την σκάρωσα για να αντέχει στις φουρτούνες που θα συναντούσα στα ταξίδια μου.
Με φανταζόμουν καπετάνιο, με γένια κι ένα σκαλιστό τσιμπούκι να φουμάρω. Να παλεύω και να νικώ τα κύματα και το καράβι μου να αντέχει, στις μανίες των κυκλώνων. Με μεγάλη προσοχή , την έκοψα στη μέση, αρχίζοντας από το κοτσάνι που ήταν πιο στενό και έφτιαξα την πλώρη. Επιδέξια έφτασα σιγά – σιγά και στη πρύμνη της. Άδειασα από το κουφάρι της τους κολοκυθοκαρπούς κι ήταν έτοιμα τα αμπάρια. Αρμάτωσα και τρία άλμπουρα και το «καράβι» μου, έμοιαζε με αληθινό καράβι. Στο πλωριό άλμπουρο στερέωσα ένα μικρό χωνί για μπουρού, για να χαιρετώ την άφιξη και αναχώρηση στα λιμάνια. Στο πιο ψηλό είχα σηκώσει τη παντιέρα μου. Ένα κόκκινο πανί, ρετάλι από παλιό μου πουκάμισο. Στο τρίτο κοντά στη πρύμνη, το είχα για τσιμινιέρα και ο αναιμικός καπνός από το αποτσίγαρο που κάπνιζα στη ζούλα, του έδινε την ζωντάνια που έχουν τα πλοία όταν ετοιμάζονται για ταξίδι. Με σουγιαδάκι κοφτερό και με περηφάνια, χάραξα με καλλίγραμμα γράμματα το όνομα του, στη πλώρη και στη πρύμη. “Χαρά “ το βάπτισα. Χαρά, γιατί χαρά μου ήταν να ταξιδεύω, αλλά και γιατί αυτά τα τέσσερα γράμματα χωρούσαν στη μικρή πρύμνη του. Το καράβι μου ήταν έτοιμο για το παρθενικό του ταξίδι στη θάλασσα μου, που ήταν η στέρνα του κήπου μας, στη μέση του κάμπου, μες τους χιλιάδες ανεμόμυλους. Μικρή η θάλασσα μου, μα η φαντασία μου μεγάλη και το ταξίδι μου υπέροχο. Ήμουν ναυπηγός και καπετάνιος και το καράβι μου καλό σκαρί. Ώρες ταξίδευα κι ένοιωθα τη χαρά του ταξιδευτή κι ας ήταν η στέρνα μου μικρή. Ονειρευόμουν απέραντες θάλασσες. Φουρτούνες και μπουνάτσες. Άγνωστους τόπους και λιμάνια ξωτικά. Κάποια μέρα μεγάλωσα και σαλπάρισα με ένα
καράβι φορτηγό. Τα όνειρα πήραν το δρόμο
τους κι η φαντασία την αληθινή διάσταση. Έγινε αυτό που μας λέει ο Πάολο Κοέλο,
«όταν θέλεις κάτι πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις».
Τα παιδικά μου όνειρα πήραν σάρκα και οστά
και το όνειρο κράτησε μια ολόκληρη ζωή. Με μεγάλα φορτηγά, ποστάλια και
γκαζάδικα, ταξίδεψα σε όλες τις θάλασσες
και στους ωκεανούς του κόσμου. Γνώρισα λιμάνια και πατρίδες άγνωστες. Ανθρώπους σε
Ανατολή και Δύση. Στο Βορά και στο Νότο και τους αστερισμούς του ουρανού, έμαθα
να ξεχωρίζω. Πάλεψα με φουρτούνες και μπόρες τροπικές. Ταξίδεψα με μπουνάτσες
και απόλαυσα πελαγίσια ηλιοβασιλέματα. Έκανα φίλους τα άλμπατρος και το σταυρό
του Νότου. Κοιμήθηκα σε φθηνά των λιμανιών ξενοδοχεία και συνήθισα το κάρυ στην
Ινδία. Κέρδισα πολλές φορές το πούσι, στα στενά του English Chanel και
των παγόβουνων την παγερή μορφή. Είχα σύντροφο τη μοναξιά και τις φωτογραφίες, όλων
όσων μου έλλειπαν στις πελαγίσιες νύχτες. Ξεχνούσα τον πονόδοντο στο άσχημο
χαμπέρι. Ο μεγαλύτερος πόνος σκεπάζει τον μικρότερο και το ναυάγιο, δεν το
ξεπερνάει άλλος πόνος. Αυτό είναι το
ταξίδι. Ανηφόρα – κατηφόρα, φουρτούνα- μπουνάτσα. Μονόξυλα και πιρόγες της φτώχειας στον
Ορινόκο. Κότερα και γιότ στις Κάννες και το δίκιο χάνεται και σκουριάζει σαν ένα ναυαγισμένο σκαρί. Αν
τύχει και είναι σε αβαθή, σημειώνεται το στίγμα του, στους ναυτικούς μας χάρτες.
Αν ήμουν τυχερός που τα παιδικά μου
όνειρα έγιναν πράξη, ακόμα και τώρα, με σιγουριά δεν ξέρω. Σε ζυγαριά δεν
μπαίνουν κάποια πράγματα και ο άνθρωπος μπερδεύεται συχνά και δεν αποφασίζει.
Το ταξίδι με φόρτωσε αναμνήσεις κι είναι κουβάρι μπερδεμένο. Την μια στη
Βραζιλία, την επομένη στη Κίνα. Άνοιξη με ανθισμένες κερασιές στην Ιαπωνία και
Χειμώνας με Bacardi on rocks στη Γουαδελούπη. Καλοκαιρινά Χριστούγεννα στο Μπουένος Άιρες και Πάσχα στη μέση του Ειρηνικού. Πειρατές
στη Νιγηρία και στο Σάντος οι Γοργόνες. Δύσκολα
ξεμπερδεύει το κουβάρι και δεν ξέρω και αν πρέπει.
Να θυμίσω μόνο θέλω, μη ξεχνάτε τον
Κοέλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου