Πελαγίσιες Μαντινάδες

 

           

Βρίσκομαι μεσοπέλαγα και μόνος ντουχιουντίζω,

όλα αυτά που έχασα, στο κόσμο που γυρίζω.

 

Ακούω μόνος κοντυλιές και κρυφοφτερουγίζω,

βάζω στη σκέψη μου φτερά και στο νησί γυρίζω.

 

Όταν ακούω κοντυλιές στο ωκεανού τη μέση,

τον καπετάνιο δεν γροικώ, φορώ στραβά το φέσι.

 

Δεν παίρνω τότε απ’ όρντινα, ούτε ακλουθώ το κύμα,

χρόνια πολλά μου έφαγες θάλασσα κι είναι κρίμα.

 

Οι κοντυλιές, της φυλακής  την πόρτα μου ανοίγουν

κι οι πόθοι μου, με τα’ όνειρο στο πέταγμα μου σμίγουν.

 

Ο μερακλής ο άνθρωπος σαν το δαδί ανάβει,

με κοντυλιές ξεχνά καημούς, βάσανα και καράβι.

 

Πώς να χωρέσει ο Κρητικός, μέσα σ’ ένα βαπόρι,

που θέλει κάμπους να διαβεί και να πετά στα όρη.

 

Φουντάρω απ’ τη κουπαστή, θάλασσα διασκελίζω,

δεν κολυμπώ, μόνο πετώ, χορεύω και σφυρίζω.

 

Δεν είμαι γλάρος ν’ ακλουθώ το κύμα κι όπου φθάσω,

με κοντυλιές πετώ ψηλά, του αετού να μοιάσω.

 

                                          Ειρηνικός ,Ιούλης 2005.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ατιτλο 11

  Κάτω από τη φυλλωσιά , του γέρο πλάτανου, σμίγοντας τα όνειρα μας, χτίζαμε το Μέλλον. Ήταν ανθρώπινα, ζεστά και σαν το μπόι ...