Πίνω το ούζο σε παλιό καφενεδάκι
κι όλοι θαμώνες είναι γέροι Ναυτικοί.
Μικρό και στρογγυλό το τραπεζάκι
κι η ψάθινη καρέκλα, βολική.
Ακτογραμμές στα πρόσωπα τους οι ρυτίδες
κι το χαμόγελο θλιμμένο, έχουν στα χείλη.
Αναπολούν ταξίδια και πατρίδες
κι αγάπες που τους κούναγαν μαντήλι.
Η Σύνταξη μικρή και δεν τους φθάνει
και βλέπουν όνειρα θολά και ζαλισμένα.
Λιμάνι το καράβι τους δεν πιάνει,
παλιά ‘ναι τα πανιά τους και σχισμένα.
Πούσι πυκνό, του ούζου η σπιρτάδα,
με δίχως στίγμα έμειναν για μέρες.
Απόψε κυβερνά η σοροκάδα
και ναυαγούς τους έριξε σε ξέρες.
Τα τρύπια όνειρα μπαλώνουν μ’ αναμνήσεις,
που στα ταξίδια μάζεψαν σωρό.
Όπου κι αν πας, πίσω στο τέλος θα γυρίσεις,
αν δεν πηγαίνεις κόντρα, στο καιρό.
Τα όνειρα τους δεν τα χώραγε ο χάρτης,
σαν ήταν νέοι κι είχαν ολάνοιχτα φτερά.
Γέρος ο ένας τώρα πια κι άλλος σακάτης,
λύνουν τους κάβους και σαλπάρουν νοερά.
Όλοι μαζί στο καφενέ,
Ναύτες, Μηχανικοί και Καπετάνιοι,
τα ούζα πίνουν ρεφενέ
στο τελευταίο τους λιμάνι.
Ατλαντικός 06 Απρίλη 2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου