Οι μυγδαλιές θα ανθίσουνε ξανά.

                                      

      Η άνοιξη με τις ανθισμένες μυγδαλιές,  ήταν η εποχή που μου άρεσε κι είχε πολλές ο τόπος που γεννήθηκα. Μοσχοβολούσε η Άνοιξη. Δεν λέω και οι άλλες εποχές, είχαν τις δικές τους χάρες και ομορφιές. Ο χειμώνας με τις χιονισμένες νύχτες και το καλοκαίρι, με τα στάχια να κυματίζουν σαν χρυσαφένια κύματα στο κάμπο. Το φθινόπωρο με τα πλατανόφυλλα να ταξιδεύουν σαν μικρές βαρκούλες με το ρέμα του ποταμού, μέρες και με την ελπίδα, να φθάσουν στο πέλαγος της Αδριατικής. Όλα ήταν σαν μια πινελιά στον όμορφο πίνακα που ζωγράφιζε ο τόπος και ο χρόνος.

      Απλοί άνθρωποι οι συγχωριανοί μου, οι περισσότεροι  δουλευτές της γης. Ζούσαν ήρεμη ζωή κι ούτε που ζήλευαν τις μεγάλες πόλεις. Καλλιεργούσαν τα χωράφια τους και έβγαζαν τα απαραίτητα για να θρέψουν τις φαμίλιες τους. Λίγοι ήταν αυτοί που δούλευαν στο κρατικό μηχανουργείο, μηχανικοί και ηλεκτρολόγοι που επισκεύαζαν  τα αγροτικά μηχανήματα. Κάθε πρωί ο ήλιος ζέσταινε τις καρδιές τους, ανατέλλοντας από πίσω από τη βουνοκορφή.

      Η γιαγιά, η μάνα της μάνας μου, ποτέ δεν παραπονέθηκε που γέρασε και δεν γνώρισε άλλο τόπο. Ούτε στη πιο κοντινή πόλη, δεν έτυχε να επισκεφθεί. Πέρασε τη ζωή της ανάμεσα στις δουλειές  του σπιτιού και στα τρεχάματα στους αγρούς. Μεγάλωσε τα παιδιά της και της έφτανε να τα καμαρώνει. Ξεχνούσε τη κούραση της μέρας σαν βράδιαζε και άναβε το καντηλάκι, δίπλα στο παλιό εικόνισμα της Παναγίας, που από κόρη σε κόρη έφθασε και στο δικό της σπίτι και το πρόσεχε, κατά το πώς πρέπει. Χρησιμοποιούσε ένα πήλινο πιατάκι για θυμιατήρι και η έντονη μυρωδιά του λιβανιού γέμιζε το σπίτι της γιαγιάς και από τον ανοιχτό φεγγίτη, θα έφθανε και στην άλλη γειτονιά. Ήρεμη, με την χαρακτηριστική γαλήνη του ανθρώπου, που έχει κάνει καλά τη δουλειά του, έκανε το σταυρό της και περίμενε να περάσει η ώρα για να κοιμηθεί, περιμένοντας το επόμενο ξημέρωμα. Ήταν παλιά συνήθεια, αλλά και πίστη μαζί.

      Όλοι στο σπίτι, είχαμε συνηθίσει τη βαριά μυρωδιά του λιβανιού  και την συνήθεια της γιαγιάς. Ο πατέρας εκείνη την ώρα συνήθως, γυρνούσε από τη δουλειά του. Ήταν μηχανικός και δούλευε στο μηχανουργείο. Όταν δεν ήταν πολύ κουρασμένος, ήταν ο μόνος που πείραζε τη γιαγιά. Πάλι λιβάνια και αρώματα, της έλεγε. Ακριβά κοστίζει αυτός ο παράδεισος. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να τον επισκεφθούμε και  εμείς οι φτωχοί? Η γιαγιά δεν έδειχνε να θυμώνει και ο πατέρας πήγαινε να καθαρίσει τα χέρια του, από τη μουντζούρα και τα λάδια του μηχανουργείου.

      Ήταν καλός μάστορας και δουλευτής ο πατέρας, όπως έλεγαν πολλοί συγχωριανοί μας. Ποτέ όμως δεν είχα ακούσει κάποια λέξη σχετική με τη δουλειά του, από τον ίδιο. Πρέπει να ήταν αλήθεια, αφού και η γιαγιά που δεν τον ήθελε για γαμβρό της, τον συμπάθησε.  Με το πέρασμα του χρόνου, τον αγάπησε και τον παίνευε σε κάθε ευκαιρία.

      Στα χρόνια της αντίστασης, ο παππούς και άνδρας της γιαγιάς, ήταν βαθμοφόρος Παρτιζάνος. Σε κάποια μάχη ή σε μια ανάπαυλα των πολεμιστών, γνώρισε και εκτίμησε τον νεαρό αντάρτη. Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, ο παππούς έπεισε τη μάνα μου και παντρεύτικαν. Μετά από λίγο καιρό, ο παππούς έφυγε ήσυχος. Δεν κατάφερε να ξεπεράσει ένα παλιό τραύμα που τον βασάνιζε επίμονα. Άφησε χήρα τη γιαγιά και με ένα γαμβρό, που της άλλαξε τα όνειρα. Άλλον θα προτιμούσε για την κόρη της. Ένα γνωστό από το τόπο της κι όχι ένα αλλόθρησκο και μάλιστα από πόλη, που δεν γνώριζε πως σπέρνουν και πως θερίζουν το σιτάρι. Οι κοπέλες στο χωριό όμως, ζήλευαν τη μάνα μου και κρυφοκαμάρωναν το παλληκάρι, τον αντάρτη με το σημάδι του πολέμου, στο δεξί του μάγουλο. Έτσι πέρασε καιρός μέχρι να τον συμπαθήσει και η γιαγιά, «αλλά με την αξία του», καθώς έλεγε.

      Δύσκολα τα χρόνια μετά τον πόλεμο. Από τα χρόνια τα παλιά, μετά από κάθε πόλεμο οι άνθρωποι είναι λιγότεροι και πολλοί από αυτούς που μένουν είναι ανάπηροι και σακάτηδες. Άσχημες οι καταστάσεις. Γκρεμισμένα σπίτια, φτώχια και κακομοιριά. Όλοι προσπαθούν να κλείσουν τις πληγές τους και να ξεχάσουν. Πρέπει να ζήσουν και παλεύουν ακατάπαυστα, να κτίσουν όσα γκρέμισε ο πόλεμος. Με τη δουλειά και την ελπίδα, τιμούν όσους λείπουν.

      Το μηχανουργείο μεγάλωσε και μεγάλωνα κι εγώ. Εκτός από επισκευές άρχισαν να παράγουν και μικρές  γεωργικές μηχανές. Με λιγότερα χέρια έπρεπε να καλλιεργήσουν τη γη. Όσοι γλύτωσαν από τα πυρά του πολέμου,  παντρεύτηκαν οι ανύπανδροι. Έκαναν παιδιά. Κάλυψαν το κενό που είχε αφήσει ο άδικος πόλεμος. Οι γιαγιάδες καμάρωναν τα εγγόνια τους. Στα πρόσωπα τους έβλεπαν ότι τους έλλειπε και μαλάκωναν το πόνο τους.

     Ο αδελφός του πατέρα μου ήταν ένας από τους πολλούς που δεν γύρισε στο σπίτι της γιαγιάς.  Ήταν άνοιξη τότε που σκοτώθηκε και η  γιαγιά Φατμέ, δεν χάρηκε από τότε τις ανθισμένες μυγδαλιές. Κάθε χρόνο, ένα ανοιξιάτικο παράπονο, κόμπος στη καρδιά την βασάνιζε κι ας προσπαθούσε με κόπο να το κρύψει, όταν πήγαινα στη πόλη να την δω. Με κάθε ευκαιρία, αν δεν είχα σχολείο και τα Σαββατοκύριακα, μαζί με τη μάνα μου πηγαίναμε στη γιαγιά Φατμέ. Ήξερα ότι με περίμενε και η μάνα μου δεν μου χαλούσε χατίρι. Την αγαπούσε την πεθερά της, αλλά ήθελε να ευχαριστήσει και τον πατέρα μου, που για χάρη της, εγκατέλειψε μόνη της, τη μάνα του. Πάντα μας περίμενε καλοσυνάτη και πάντα είχε κάτι πρόχειρο να μας φιλέψει. Το καλοκαίρι παγωμένο καρπούζι και το χειμώνα κάστανα που άρεσαν πολύ στη μάνα μου και πάντα γλυκό του κουταλιού, που μόνη της έφτιαχνε.

      Ήταν μεγαλύτερη από την άλλη μου γιαγιά τη Έλμα και την αγαπούσαν όλοι στη γειτονιά. Από τα τρία παιδιά της ζούσε μόνο ο πατέρας μου. Μωρό έχασε το πρώτο της παιδί που ήταν κορίτσι. Τον θείο μου σωστό παλληκάρι στο πόλεμο. Η φωτογραφία του, μεγεθυσμένη, και σε κορνίζα πάνω στο τραπέζι του σαλονιού. Ο ίδιος ο πατέρας μου .Το μωρό της, δεν το έχει ούτε σε φωτογραφία. Το έχασε τόσο γρήγορα.

      Άδικα την παρακαλούσαμε να έρθει να μείνει σπίτι μας. Κάθε φορά εύρισκε και άλλη δικαιολογία. Είχε συνηθίσει να μένει μόνη και τα βράδια γιατί  δεν θα ήθελε να την βλέπουμε να κλαίει. Όταν και όσο μέναμε μαζί στο σπίτι της, ήταν όλο χαρά. Δεν χόρταινε να με καμαρώνει και με τα γέρικα τρεμάμενα χέρια της, χάιδευε τα ξανθά μαλλιά μου. Μόνο σαν ερχόταν η ώρα για την προσευχή της, δεν μπορούσε να την αναβάλει. Με καλοσύνη στα μάτια της, μας ζητούσε συγνώμη, που θα μας άφηνε μόνους για λίγη ώρα. Άπλωνε στο πάτωμα ένα καθαρό πανί που είχε πρόχειρο για αυτό το λόγο και γονάτιζε προς τα εκεί που φανταζόταν ότι θα έπεφτε η Μέκκα. Προσεύχεται μου έλεγε η Μάνα μου και πρέπει να σεβαστούμε την επιθυμία της γιαγιάς. Ψιθυριστά έκανε την προσευχή της κι εγώ απορούσα. Η γιαγιά Έλμα, άναβε το καντήλι και μύριζε λιβάνι το σπίτι. Έτσι μπορεί να προσεύχονται στις πόλεις σκεφτόμουν και έκανα ησυχία, κοιτάζοντας από το παράθυρο που έβλεπε στο δρόμο, τα αυτοκίνητα που περνούσαν αδιάκοπα.  Αυτά ζήλευα μόνο, γιατί στο χωριό υπήρχαν λιγοστά κι αυτά αγροτικά. Όταν τέλειωνε δίπλωνε προσεχτικά το καθαρό πανί, για να το έχει έτοιμο την επόμενη προσευχή.

      Είχα μεγαλώσει αρκετά όταν έμαθα ότι οι γιαγιάδες μου, που με αγαπούσαν και αγαπούσα το ίδιο πολύ, πίστευαν σε  διαφορετικούς θεούς. Τότε είχαν περάσει διάφορες σκέψεις από το παιδικό μου μυαλό. Ίσως για αυτό το λόγο να μην ήθελε η γιαγιά Έλμα τον πατέρα μου για γαμβρό. Ίσως για αυτό να μην ήθελε η γιαγιά Φατμέ να έρθει να μείνει σπίτι μας. Ίσως σκέφθηκα να μη χωρούνε δυο θεοί σε ένα σπίτι. Μα πως μπορεί και μένει ο πατέρας μου μαζί μας? Μπερδεύτηκα με τις απορίες μου και όταν τον ρώτησα, μου απάντησε. «Σαν μεγαλώσεις θα μάθεις, πως τους θεούς τους φτιάχνουν οι άνθρωποι για να διαχωρίζουν τους ανθρώπους».

       Αργότερα έμαθα για το «κόκκινο αστέρι» που είχε τιμηθεί ο πατέρας μου στον πόλεμο και ένοιωσα περήφανος. Τον φαντάστηκα αγέρωχο πολεμιστή, να πετάει από βουνοκορφή σε βουνοκορφή και πάντα νικητή. Τον ρωτούσα συχνά να μου εξιστορήσει τα κατορθώματα του, αλλά πάντα απέφευγε να μου πει κάτι για να καμαρώσω. Μόνο μια φορά , με απλά λόγια και σεμνά, αφού είχα τελειώσει το Δημοτικό μου είπε δυο κουβέντες.

       «Πιστέψαμε πως πολεμούσαμε για το δίκιο. Η πίστη μας αυτή μας έδινε κουράγιο και δύναμη. Έτσι φθάσαμε στη νίκη. Ο πόλεμος είναι ότι χειρότερο μπορεί να πράξει ο άνθρωπος. Κάποιοι κερδίζουν  ή έχουν σκοπό να κερδίσουν από τον πόλεμο. Πάντα χάνει ο Λαός. Και ο κερδισμένος και ο χαμένος. Δεν μπαίνει η ζωή στη ζυγαριά. Ποιος έχασε ή ποιος κέρδισε περισσότερο. Χάσαμε κι εμείς παλληκάρια. Έχασαν και οι άλλοι. Τον ίδιο πόνο έχουν οι μάνες μας, με το πόνο των άλλων μανάδων. Έχασα τον αδελφό μου για το δίκιο. Σκότωσα κάποιου άλλου τον αδελφό που είχε άδικο. Ποιος κέρδισε? Μήπως οι μυγδαλιές που κάηκαν στις φλόγες των κανονιών, θα ξανανθίσουν?  Είναι κακό πράγμα ο πόλεμος γιέ μου.»

      Πέρασαν τα χρόνια. Η ζωή βρήκε το δρόμο της. Η ειρήνη βάλσαμο, έκλεινε τις πληγές του πολέμου. Εγώ μεγάλωνα κάνοντας όνειρα και ο πατέρας γερνούσε. Παντρεύτηκα τη Λενιώ που αγαπούσα από μαθητής. Γεννήθηκε ο γιός μου και τον φωνάζαμε Ζόραν, το όνομα του παππού μου και δώσαμε χαρά μεγάλη, στη γιαγιά Έλμα. Ήταν και επιθυμία του πατέρα, γιατί χωρίς αυτόν δεν θα είχε παντρευτεί τη Μάνα μου. «Τα παιδιά δίνουν χαρά και συνέχεια στη Ζωή. Θα έρθει και η σειρά μου, αλλά αφού πρώτα θα αναστήσουμε και τον θείο σου, που έχασε τη ζωή του, για να ζούμε ελεύθεροι εμείς», μου είπε μετά τη βάπτιση.   

      Τα χρόνια περνούσαν, με τις δυσκολίες και τις χαρές της  ζωής, μέχρι που κάποιοι αποφάσισαν, ότι θα πρέπει να ζήσουμε αλλιώς. Μα λυπήθηκαν γιατί ο δρόμος που διάλεξε ο παππούς και ο πατέρας μου, δεν ήταν ο σωστός και άρχισαν ένα καινούργιο πόλεμο.

 Βρίσκουν πάντα τρόπους να δικαιολογήσουν ακόμα και το πόλεμο. Προετοιμάζουν το έδαφος και σκοτώνουν ανθρώπους και πάντοτε για το καλό μας.

      Για το καλό μας βομβάρδισαν κι έκαψαν χωριά, εκκλησίες και το εργοστάσιο που δούλευε ο πατέρας μου, λίγο πριν βγει στη σύνταξη και τραυματίστηκε στο αριστερό πόδι. Καινούργια μήπως και πελώρια γιατί  άρχιζαν να με βασανίζουν, ακούγοντας τον εκφωνητή του ραδιοφώνου, με  στόμφο στη φωνή του ανακοινώνει τα τελευταία νέα από τις πολεμικές επιχειρήσεις. Μάταια προσπαθούσε να εμψυχώσει το Λαό μας.  Οι απώλειες του σε νεκρούς και τραυματίες σοβαρές. Η πόλη της γιαγιάς Φατμέ είχε τυλιχθείς στις φλόγες μετά από επιτυχή βομβαρδισμό.  Τέλειωσε τις ειδήσεις με τις μετεωρολογικές προβλέψεις. Η κακοκαιρία των τελευταίων ημερών θα συνεχιζόταν με χιονοπτώσεις στα ορεινά.   Το έντονο κρύο και το χιόνι δεν επέτρεπαν να απλωθεί γρήγορα η μόλυνση, από τα σκοτωμένα κορμιά που παρέμεναν ξεχασμένα και άταφα από τους βομβαρδισμούς.

     Ο πατέρας φορώντας μια παλιά κάπα, βγήκε έξω από το σπίτι. Τον ακολούθησα γιατί φοβήθηκα μη γλιστρήσει στο παγωμένο χιόνι και με το λαβωμένο πόδι, δεν θα μπορούσε να περπατήσει. «Ήμουν άτυχος. Καλλίτερα να είχα σκοτωθεί, στο βομβαρδισμό της φάμπρικας. Ο παππούς σου τραυματίστηκε και πέθανε από το τραύμα του. Ο αδελφός μου και θείος σου σκοτώθηκε στη μάχη.  Μα τότε πολεμούσαμε τον εχθρό φασίστα. Εγώ είμαι ο τυχερός, για να ζήσω κι αυτό το πόλεμο, να σκοτωνόμαστε και μεταξύ μας?  Χρόνια ζούσαμε όλοι μαζί, Κροάτες – Σλοβένοι -  Σέρβοι – Κοσοβάροι.  Παντρευόμασταν αναμεταξύ μας. Κάναμε παιδιά . Δεν θα αντέξω αυτό τον πόλεμο».

     Προσπαθούσε να προχωρήσει σταθερά, αλλά με δυσκολία. Κάρφωνε τις πατερίτσες στο χιόνι και βάδιζε στο μονοπάτι που οδηγούσε στο ξέφωτο. Κάθε φορά που ήθελε να αναπολήσει  την πόλη του εκεί πήγαινε. Αν και ήταν μακριά, υποστήριζε πως έβλεπε την καμινάδα του σπιτιού του και έστελνε μια καλημέρα στη γιαγιά Φατμέ. 

     Φοβήθηκα μη δει τις φλόγες, από την φλεγόμενη πόλη και του κάψουν την πληγωμένη του καρδιά. Προσπάθησα να αποτρέψω την φοβερή σκηνή.

     «Αντέχω γιέ μου! Πολλά έχουν δει τα μάτια μου. Πολλά που δεν θα έπρεπε να είχαν δει», μου είπε σαν να κατάλαβε τη σκέψη μου.  Ασάλευτος κοιτούσε τις φλόγες και τους καπνούς, που έφθαναν στον ουρανό. Σπίτια μικρά και μεγάλα, νεκρά και ζωντανά κορμιά ανθρώπων θα είχαν γίνει στάχτη. Τα δάκρυα κύλισαν στα μάτια του και για πρώτη φορά, δεν προσπάθησε να τα κρύψει και αναστέναξε βαθιά.

     Το χιόνι ολόγυρα και στα ψηλά βουνά, έκανε άσπρη τη νύχτα. Μεγάλος ο πόνος  και δεν χωρούσε στις παγωμένες μας καρδιές. Ο Ζόραν ο γιός μου, δεν καταλάβαινε από πολεμικές επιχειρήσεις, από νικητές και ηττημένους. Απόψε του έλλειπε το παιγνίδι του παππού κι απογοητευμένος έφαγε νωρίς και κοιμήθηκε.

     «Με τέχνη κάποιοι φορτώνουν  το φταίξιμο σε άλλους. Είναι αυτοί που ξεκίνησαν το πρόβλημα. Με το μίσος μεταξύ μας, τα συμφέροντα τους υποστηρίζουν και δημιουργούν προβλήματα για να κερδίσουν. Η χριστιανή γιαγιά σου αγάπησε τη μουσουλμάνα γιαγιά σου. Η μάνα σου αγάπησε εμένα. Όλοι ήμασταν φίλοι ή συγγενείς. Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον στα μάτια και ελπίζαμε σε ένα καλλίτερο αύριο. Χρόνια οι διαφορετικές θρησκείες, δεν μας εμπόδισαν να ζούμε αρμονικά. Τώρα τη μια κερδίζει ο Χριστός, την άλλη ο Αλλάχ. Την μια γελούν οι Χριστιανοί και κλαίνε οι Μουσουλμάνοι. Την επομένη το αντίθετο συμβαίνει. Στο τέλος, άλλοι είναι οι κερδισμένοι.  Γιατί να κάψουν τα χωριά μας? Γιατί τόσο μίσος? Τα σχέδια τους όμως χωρίς αυτό το μίσος και τον φανατισμό, δεν ευδοκιμούν και ξέρουν χίλιους τρόπους να το σπέρνουν. Θα ξανά χτίσουμε σπίτια, γεφύρια και φάμπρικες. Θα φυτέψουμε μυγδαλιές και θα προσμένουμε να ανθίσουν. Οι νεκροί δεν γυρίζουν πίσω ποτέ. Είναι καλό να τους θυμόμαστε. Το άδικο κέρδισε για μια φορά ακόμη».

     Πήγε στο κρεβάτι και ήταν πολύ λυπημένος. Έκλεισε τα μάτια του κι αποκοιμήθηκε. Δεν ξύπνησε ποτέ ξανά. Φύτεψα μυγδαλιές πολλές και κερασιές και πάντα θα κοιτάζω την Άνοιξη στα μάτια και στο μικρό μου τον Ζόραν, θα λέω την αληθεια.

 

                                                                    Γενάρης 1991

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τεολευταία πεθυμιά

  Συνταξιούχος μπάρκαρα ,σε φορτηγό καράβι, μα με κρατούσαν στη στεριά, δεμένο σάπιοι κάβοι. Κρίμα δεν έχω   δύναμη, τους κάβους για να ...