Ο κόσμος είναι μια σταλιά

       « Entrare prego». Ακούσθηκε μια γυναικεία φωνή, συγχρόνως με τον ήχο του κουδουνιού , σαν  χτύπησα τη πόρτα εισόδου, στο Προξενικό Λιμεναρχείο στη Τεργέστη.  Μια ηλικιωμένη κυρία καθόταν σ’ ένα γραφείο και μιλούσε στο τηλέφωνο.  Ανταπέδωσε την καλημέρα μου στα Ελληνικά και με ρώτησε από πιο πλοίο ερχόμουν.  «Έχεις φέρει όλα τα απαραίτητα έγγραφα?», με ρώτησε αφού πρώτα ζήτησε «mezzo minute scusa”, από τον συνομιλητή της.

     Όλα εντάξει θέλω να πιστεύω της απάντησα και  άνοιξα το  Samsonite , που είχα τα έγγραφα του πλοίου, τον κατάλογο με τα μέλη του πληρώματος και τα Ναυτικά φυλλάδια επίσης.  « Άστα όπως είναι και έλα σε καμιά ώρα να τα ελέγξω  και θα πάρεις το οκ αν είναι όλα καλά όπως λες».

   Άλλο που δεν ήθελα, να ξεφορτωθώ το βάρος τους και να σεργιανήσω τη πόλη. Να πιω τον καφέ μου, να περπατήσω ανάμεσα σε ανθρώπους στους δρόμους, να χαζέψω στις βιτρίνες και να ξεγελάσω τη μοναξιά της θάλασσας.  Δεν αμέλησα όμως να ταχυδρομήσω και κάποια γράμματα, δικά μου και του πληρώματος. Γραμμένα κι αυτά στο πέλαγος και σίγουρα μπαγιάτικα, αφού ούτε από το προηγούμενο λιμάνι μπορέσαμε να τα ταχυδρομήσουμε. Είχαμε φορτώσει πετρέλαιο στη Λιβύη και στο λιμάνι Ras Lanuf, χωρίς τη δυνατότητα να βγούμε έξω.

    Ξεχάστηκα κάνοντας ότι δεν μπορούσα να κάνω στο πέλαγος και πέρασε η ώρα. Καθυστερημένος γύρισα στο γραφείο  και ήμουν έτοιμος να ακούσω την γκρίνια της  κυρίας και ήμουν έτοιμος επίσης, να μη πέσω αμαχητί.  Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τα γραφεία, με τα όποια γραφεία είτε εφοπλιστικά, είτε Λιμενικά, είτε με όλα τα γραφεία γενικά.

    - Αργήσατε κύριε Ανθυποπλοίαρχε και δεν φθάνει αυτό, αλλά και στο Ναυτικό Φυλλάδιο κάποιου μέλους του πληρώματος του πλοίου σας,  ο τόπος γεννήσεως του είναι λάθος.

    Τσάμπα πήγε η προετοιμασία των προετοιμασμένων απαντήσεων μου, για την αργοπορία της επιστροφής. Με αφόπλισε γιατί γνώριζα το λάθος που ανακάλυψε στο Ναυτικό Φυλλάδιο  και ήταν το δικό μου φυλλάδιο.  Πριν κάποια χρόνια είχα χάσει το πρώτο μου φυλλάδιο, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, και στο Λιμεναρχείο που το αντικατέστησαν, έγραψαν τόπος γέννησης Μαρκέτο , αντί το σωστό Μαρμακέτο.  Ταξίδευα χρόνια μ’ αυτό, χωρίς κανένα πρόβλημα κι εγώ να ταξιδεύω ήθελα.  Ποιος να ξέρει το χωριό μου σκεφτόμουν κι αφού δεν είχα πρόβλημα, δεν θέλησα να ξανά μπλέξω στη διαδικασία αλλαγής και διόρθωσης του λάθους, που δεν ήταν και δικό μου.

    Αδιάφορος τάχα μου, ρώτησα την ηλικιωμένη γραμματέα.  Ποιο είναι αυτό το μέλος του πληρώματος με λάθος τόπο γέννησης.

   - Είναι ο συνάδελφος σου Ανθυποπλοίαρχος, ο κύριος Αργυράκης.

  - Ποιο είναι το λάθος, συνέχισα κάνοντας τον χαζό. Το φυλλάδιο μου το είχε κρατήσει χωριστά από τα άλλα και ανοιχτό στη σελίδα με όλα τα στοιχεία και τη φωτογραφία μου.

   -Λοιπόν τόπος γέννησης Μαρκέτο, δεν υπάρχει στη Κρήτη.  Είμαι σίγουρη πως είναι λάθος.

  - Κυρία Γραμματέα έχετε δίκιο.  Το φυλλάδιο αυτό είναι δικό μου και φυσικά ο Ανθυποπλοίαρχος είμαι εγώ, αλλά εσείς που το ξέρετε ότι δεν υπάρχει χωριό με αυτό το όνομα?

    Κοίταζε μια τη φωτογραφία μια εμένα για κάποια λεπτά χωρίς να μιλάει.

 - Τα άτιμα τα χρόνια, τίποτα δεν αφήνουν αλώβητο στο πέρασμα τους. Αλλιώς ήσουν στη φωτογραφία. Γέρασα κι όλα και ούτε τα μάτια κι ούτε  η φαντασία βοηθάει.  Είσαι λοιπόν από το Μαρμακέτω, χωριανάκι ή από το Φαρσάρω?

   Έμεινα άναυδος από αυτή την εξέλιξη.  Τα ψέματα και το παιγνίδι της αδιαφορίας τέλειωσε. Από το Φαρσάρω είμαι, αλλά εσείς?

  - Κάθισε να φτιάξω καφέδες.  Το Λιμεναρχείο σε καθυστέρησε θα δικαιολογηθείς στο καπετάνιο, αν σε ρωτήσει γιατί άργησες να επιστρέψεις. Ελληνικούς θα φτιάξω. Πως τον πίνεις?

  - Σκέτο, αλλά δεν θέλω να σας βάλω σε κόπο.

 -Η ιστορία θέλει καφέ και τσιγάρο για να είναι όμορφη. Κάπνισε αν καπνίζεις. Λείπει και ο Πρόξενος, δικό μας είναι το προξενείο.

  Χωρίς να αργήσει έφερε τους καφέδες κι έδειχνε χαρούμενη, όπως κι εγώ κι ας μην ξέραμε ο ένας τον άλλο.

  - Το Σπανάκη από το Τζερμιάδων , τον Λαογράφο τον γνώρισες ή τον έχεις ακουστά?  Εγώ είμαι κόρη του.

  - Έχω ακούσει πάρα πολλά και καλά για τον πατέρα σας , αλλά δεν είχα τη τιμή να τον γνωρίσω.  Από μικρός ταξιδεύω και στις θάλασσες χάνεις πολλά γεγονότα και ανθρώπους. Χαίρομαι που σας γνωρίζω

  - Λοιπόν Κωνσταντή κι εγώ στο Φαρσάρω μεγάλωσα τα καλοκαίρια, τότε που ήμουν παιδί κι αλώνιζα τα σοκάκια, της πάνω γειτονιάς.. Στη γιαγιά μου την Ελένη. Είσαι μικρότερος και μπορεί να μη την θυμάσαι, αλλά το μπάρμπα Βαγγέλη, τον γραμματικό σίγουρα θα τον θυμάσαι. Περνάνε τα χρόνια και μας παίρνουν τους ανθρώπους μας. Έτσι είναι η ζωή κι η δικιά μου κοντεύει. Έχω φάει τα ψωμιά μου. Εδώ ήμουν χρόνια υπάλληλος και από εδώ πήρα σύνταξη.  Η τύχη ή η εξυπηρέτηση που κάνω στην κανονική υπάλληλο, στάθηκε αφορμή να γνωριστούμε.  Έχει πάρει άδεια και για λίγες μέρες την αναπληρώνω, για να μη μένει η θέση άδεια. Περνάω και την ώρα μου. Μένεις ακόμα στο χωριό ή σε έφαγε και σένα η αστυφιλία?

  - Έπεσα κι εγώ θύμα της. Στο Ηράκλειο μένω.

  -Πάλι καλά. Κοντά στο χωριό μας μένεις. Θα πηγαίνεις φαντάζομαι. Σε ποια γειτονιά περνάς τα ξέμπαρκα?

 - Στο Κατσαμπά και κάθε φορά που ξεμπαρκάρω, δεν ξεχνώ το χωριό. Μου λείπει και δεν χάνω ευκαιρία, αν είναι καλοκαίρι, να δω τους λιγοστούς ανεμόμυλους που έχουν απομείνει.  Αν είναι χειμώνας , να πατήσω λίγο χιόνι και την Άνοιξη να ονειρευτώ τα παιδικά μου χρόνια, κάτω από τις ανθισμένες αχλαδιές.  Να κουβεντιάσω με τους χωριανούς και να πιω τη ρακί στους καφενέδες.

 -Μπράβο! Έτσι πρέπει. Ποτέ να μη ξεχνάμε το τόπο που γεννηθήκαμε.  Να διορθώσεις το λάθος στο φυλλάδιο με το σωστό όνομα του χωριού μας.  Να το υποσχεθείς για να μη με αναγκάσεις, να το γράψω παρατήρηση για να σε υποχρεώσω να το κάνεις.

     Θα σου πω μια ιστορία. Δική μου ιστορία. Όταν τέλειωσα το γυμνάσιο, κάποιος διάολος με τραβούσε να φύγω από το Ηράκλειο που γεννήθηκα κι από την Ελλάδα ολότελα.  Ήξερα ότι ο πατέρας μου, είχε ανοιχτό μυαλό, αλλά και είχα και τις αμφιβολίες μου. Δεν ήξερα πως θα δεχθεί την απόφαση μου και τα χρόνια εκείνα, μόνο η μετανάστευση για δουλειά ήταν καλοδεχούμενη, από ανάγκη.  Οι γονείς  που είχαν τον τρόπο να τα ζήσουν, ήθελαν τα παιδιά κοντά τους.   

Για να μη τα πολυλογώ, στο αποχαιρετιστήριο τραπέζι ήμασταν όλοι η οικογένεια, κοντινοί συγγενείς και λίγοι φίλοι μου. Πριν αρχίσουμε να τρώμε και να πίνουμε, με φωνάζει ο πατέρας στο μπαλκόνι. Στο Πόρο μέναμε κι αφού μένεις Κατσαμπά, θα ξέρεις.

    - Ναι ξέρω και ξέρω πως τίμησαν το πατέρα σας και έδωσαν στο δρόμο του σπιτιού σας, το όνομα του.

   - Στο μπαλκόνι λοιπόν βρεθήκαμε οι δυο μας. « Κόρη μου, όπου πας καλά να περάσεις και να προσέχεις. Έχεις φτερά και θέλεις να πετάξεις.  Ένα πράγμα θέλω να θυμάσαι. Την Ντία που βλέπεις μπροστά μας, τον Γιούχτα που είναι πίσω μας, τη Σελένα και τα Λασιθιώτικα βουνά, το τόπο που γεννήθηκες ποτέ να μη ξεχάσεις».  Στην πρόποση μου ευχήθηκε  μόνο, «καλό ταξίδι»  κι όλοι πέσαμε με τα μούτρα στο λουκούλλειο γεύμα.  Ήταν καλή μαγείρισσα η μάνα μου και ήθελε να με ευχαριστήσει κι ας κρατούσε τη λύπη της, καλά κρυμμένη.

   Βρέθηκα στη Νότια Αφρική. Εκεί  γνώρισα και τον «τρελό» τον Ιταλό τον άνδρα μου και παντρευτήκαμε.  Όταν βαρεθήκαμε την Νότια Αφρική, ήρθαμε στην Ιταλία κι έφαγα τα νιάτα μου σε τούτα τα γραφεία. Τον τόπο μου, όμως δεν ξεχνώ.  Είχα δώσει και την υπόσχεση μου στον πατέρα.  Κάθε χρόνο κατεβαίνω στο Πόρο. Από το πατρικό μου αγναντεύω Ντία και Σελένα και κάνω παρέα στον πατέρα.  Όταν τον βαριόμουν πήγαινα στου Βάρδα, σ’ ένα ταβερνάκι κοντά στο σπίτι κι έπινα στην υγειά των ζωντανών.

   - Δεν το πιστεύω και στα δικά μου ξέμπαρκα, στου Βάρδα ήταν και το δικό μου στέκι. Κρίμα που δεν συνέπεσαν, διακοπές και ξέμπαρκα, να τσουγκρίζαμε  τα ποτήρια μας, πίνοντας Αρχανιώτικο κρασί, από τις πλαγιές του Γιούχτα και να λέμε ιστορίες , δικές σου της στεριάς και της θάλασσας δικές μου.  Λες να το καταφέρουμε καμιά φορά?  Όλα γίνονται. Άλλα από σύμπτωση ή τύχη κι άλλα με προγραμματισμό και στόχο.

     Ικανοποιημένοι κι οι δυο αποχωριστήκαμε με στόχο,  εις το επανιδείν.

    «Μη ξεχάσεις την υπόσχεση σου. Να διορθώσεις το φυλλάδιο σου», μου φώναξε ακουμπισμένη στη πόρτα εισόδου του Προξενείου κι εγώ κατέβαινα τη σκάλα. 

    Πέρασαν τα χρόνια κι ο στόχος αποδείχτηκε πιο αδύνατος από την τύχη.  Δεν συναντηθήκαμε ποτέ άλλη φορά, μα η ανάμνηση της κυρίας Σπανάκη ή όπως αλλιώς θα λεγόταν, έμεινε άσβηστη  στη μνήμη μου.  Λες να συναντηθούμε κάποια μέρα?

Αναπολώντας όλα αυτά σκέφτομαι και τούτο. Μαζί με τι τελευταίες συμβουλές του πατέρα Στέργιου Σπανάκη, να θυμάται ετούτο κι εκείνο, θα της είπε να θυμάσαι και την κατάληξη –ακης. Ανάμεσα στα επίθετα της κατάστασης πληρώματος, μόνο το δικό μου επίθετο έληγε σε –ακης.  Έτσι το ξεχώρισε και το έβαλε στην άκρη.  Από ενδιαφέρον για τον τόπο που γεννήθηκε.  Έτσι βρήκε και το λάθος. Ίσως να βοήθησε και η καθυστέρηση μου και για να περάσει την ώρα της «ξεσκόνισε» τα φυλλάδια. Ήταν μια όμορφη συνάντηση κι αυτό έχει σημασία. 

    Επέστρεψα στο βαπόρι και με ακλόνητη δικαιολογία, για την καθυστέρηση μου.  Δύσκολα τα πάει κανείς κόντρα στην Εξουσία και συνέχισα τα ταξίδια, χωρίς να διορθώσω το ναυτικό μου φυλλάδιο.  Μου έμεινε όμως ριζωμένη βαθειά στο μυαλό μου η συμβουλή του γέρο Σπανάκη και η τυχαία συνάντηση με την κόρη του.

Ο κόσμος είναι μια σταλιά και πρέπει να τον αγαπάμε σαν το τόπο μας.

 

                                                                                             Γούβες 1 Φλεβάρη 2021.

                                                                                   

   

   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τεολευταία πεθυμιά

  Συνταξιούχος μπάρκαρα ,σε φορτηγό καράβι, μα με κρατούσαν στη στεριά, δεμένο σάπιοι κάβοι. Κρίμα δεν έχω   δύναμη, τους κάβους για να ...