Ιωάννης Βερίγος ή Βεργογιάννης

 

      « Γεια σου και πάλι γεια σου»!

     Ο ίδιος χαιρετισμός  κάθε φορά που τον συναντούσα. Ίδια και η σεβαστή του μορφή,  σαν μια Αγιογραφία, από τότε που ήμουν παιδί και τον γνώρισα. Γέρασε νέος και έμεινε γέρος, μέχρι στα ύστερα του.  Πάντα φορούσε το μαύρο του σαρίκι και τα άσπρα γένια, του έκρυβαν τις βαθιές ρυτίδες  στο πρόσωπο. Λιγομίλητος και πάντα σοβαρός. Κάπνιζε τα σέρτικα τσιγάρα, τα δίχως  φίλτρο και στο ποτήρι της ρακής, έπνιγε τα περασμένα, που τον βασάνιζαν πολύ.

Συντροφιά του μπάρμπα Γιάννη, η θεια Μαρία. Μαυροντυμένη, γλυκιά και πικραμένη, είχε τη πόρτα του σπιτιού πάντα ανοιχτή, για τα παιδιά της γειτονιάς μας. Μας φίλευε ότι είχε και με το χαμόγελο της, έκρυβε το πόνο της καρδιάς της.

     Όταν μεγάλωσα έμαθα και τώρα που γέρασα, νοιώθω βαθιά την ανάγκη να θυμηθώ και να θυμίσω, μα πάνω από όλα να τιμήσω, την τραγική τους ιστορία.

     Νέος το 1919, με τα φτερά της νιότης , φαντάζομαι τον μπάρμπα Γιάννη, να ονειρεύεται . Να  πάει φαντάρος , να τελειώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις  και να γυρίσει στο χωριό. Να παντρευτεί, να αποκτήσει παιδιά και να στεριώσει, στο τόπο που γεννήθηκε . Όνειρα απλά κι ανθρώπινα. Σαν όλα τα όνειρα των απλών ανθρώπων, στα χωριά των χρόνων εκείνων.  Με το καλό κατευόδιο, άφησε για πρώτη φορά το σπίτι και τους δικούς του.  «Στο καλό να πας και με το καλό να μας έρθεις», του ευχήθηκαν οι γονείς, οι συγγενείς και οι φίλοι, όπως γίνεται  κάθε φορά, που φεύγει κάποιο παλικάρι για φαντάρος.

    Ο Κυβερνήτης της Ελλάδας Βενιζέλος, ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, ο Ναύαρχος Μαυρουδής , είχαν άλλα σχέδια και  ανήγγειλαν ότι έφθασε η ώρα να καταλάβουμε την Σμύρνη και να ενωθεί με την Μητέρα Ελλάδα.   Ήταν πρωτομαγιά του 19 και όλοι χάρηκαν. Μπορεί κι ο μπάρμπα Γιάννης να ξέχασε το κορφολόγημα του αμπελιού στο Βόλακα και χαρούμενος να βρέθηκε, να πολεμά στη Μικρά Ασία. Κάθε φορά η Εξουσία βρίσκει τρόπους και έχει τα μέσα να οδηγεί το Λαό,  με χαρά ακόμα και στο θάνατο.

     Θα πολέμησε στη κατάληψη της Κιουτάχειας και στη νίκη στη μάχη του Εσκί Σεχίρ. Ήταν μαζί με τον συγχωριανό του τον Μανιό. Έδινε κουράγιο ένας στον άλλο και ήλπιζαν να τελειώσει νικηφόρα ο πόλεμος και να γυρίσουν νικητές στο χωριό. Ίσως να ένοιωθαν περήφανοι που πολεμούσαν για την πατρίδα και την Μεγάλη Ιδέα.

     Στο Σαγγάριο ποταμό  άλλαξαν τα πράγματα. Η προέλαση του Ελληνικού στρατού σταμάτησε και ήταν Αύγουστος του 1921. Πολλοί νεκροί έμειναν στο πεδίο της μάχης και οι συγχωριανοί πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Όσοι γλίτωσαν οπισθοχώρησαν  και η Σμύρνη έζησε τα γνωστά αποτελέσματα με την καταστροφή της.

     Ο πόλεμος γκρεμίζει όνειρα, σκοτώνει ανθρώπους κι αφήνει πίσω του συντρίμμια.

   Δεν έχω τις γνώσεις κι ούτε προσπαθώ να κρίνω τα γεγονότα. Δουλειά των Ιστορικών  είναι η Ιστορία, αν και τα τελευταία χρόνια προσπαθούν κι αυτοί να την ξαναγράψουν, να την διαστρεβλώσουν  και να χαθεί η αλήθεια. Εγώ τον μπάρμπα Γιάννη γνώρισα κι αυτόν εγώ πιστεύω.

    Αιχμάλωτοι  στα βάθη της Μικρά Ασίας οι δυο μας φίλοι και συγχωριανοί. Δεν έφθασαν στο λιμάνι της Σμύρνης. Δεν πιάστηκαν από κουπαστή για να επιβιβασθούν σε πλοίο γυρισμού. Δεν τους έκοψαν τα χέρια και να πνιγούν στα βρώμικα νερά του λιμανιού. Σε τετράτροχη άμαξα τους  έζεψαν, μαζί με άλλους αιχμαλώτους και σαν μουλάρια τραβούσαν τα φορτωμένα κάρα στους κακοτράχυλους  δρόμους στα βάθη της Ανατολής, όπως  έλεγε ο μπάρμπα Γιάννης.  Ήταν  σκληρό καρύδι και άντεξε στις κακουχίες. Ο φίλος του Εμμανουήλ Καργιωτάκης ή Μανιός δεν άντεξε και τον άφησε μόνο, να συνεχίζει να τραβά το κάρο              

    Σπάνια εξιστορούσε όσα πέρασε.   Ήθελε να ξεχάσει  τα βάσανα, τις τιμωρίες και τους εξευτελισμούς που πέρασε τα χρόνια της αιχμαλωσίας.

      « Ξεδιψούσα με το κάτουρο μου και με το φόβο του μαστίγιου, τραβούσα μερόνυχτα το κάρο. Αιχμάλωτος ήμουν.  Καλλίτερα τα αμίλητα, παρά τα μιλημένα, ας ποιούμε τη ρακή κι ας κάνουμε τσιγάρο. Τυχερός είμαι που βρίσκομαι μαζί σου», μου  έλεγε και σκούπιζε με το ροζιασμένο χέρι του το δάκρυ, πριν προλάβει να κυλήσει στο αυλακιασμένο πρόσωπο του.

    Άντεξε και γύρισε στο χωριό. Με τραύματα στη ψυχή και στο μυαλό, μπάλωσε τα σακατεμένα όνειρα που έκανε παιδί. Παντρεύτηκε  τη θεια Μαρία. Έφτιαξαν το σπιτάκι τους στη πάνω γειτονιά. Πετρόκτιστο, με καμάρα και φούρνο στο πρόστεγο. Θεριό είναι ο άνθρωπος, αντέχει  - ελπίζει και αγωνίζεται. Πάλευε στα λιγοστά χωράφια του.  Όργωνε τα λίγα του χωράφια κι έσπερνε σιτάρι για το ψωμί. Κλάδευε τ’ αμπέλι για το κρασί και τη ρακί. Στο κάμπο φύτευε πατάτες και λαχανικά και τα βράδια έπινε τη ρακή στα καφενεία. Είχε περάσει πολλά και προσπαθούσε να ξεχάσει με στωικότητα.  

    Γέννησε κι η θεια Μαρία ένα όμορφο παλληκάρι . Η Ζωή ξαναβρήκε το δρόμο της. Ο χρόνος επουλώνει τις πληγές κι ας μη τις γιατρεύει. Ο Παντελής μεγάλωνε. Πήγε σχολείο.

Ήταν το καμάρι τους. Μετά το σχολείο, μαζί στα χωράφια και στις δουλειές μαζί. Μέχρι που πήγε στρατιώτης, δεν είχε φύγει ποτέ από κοντά τους. Από τότε μοναδική χαρά τους,  τα γράμματα που τους έστελνε και η φωτογραφία του, εικόνισμα στο σπίτι. Γράμματα δεν ήξεραν κι όταν κάποιος τους το διάβαζε, δεν το αποχωριζόταν στιγμή. Το άνοιγαν, το φιλούσαν και κρατούσαν αγκαλιά τον μονάκριβο τους.

     Η τύχη είναι σκληρή για πολλούς ανθρώπους. Για τη θεια Μαρία και το μπάρμπα Γιάννη, έδειξε όλη τη σκληράδα της. Ο Παντελής ήταν οδηγός στο στρατό και  σκοτώθηκε κατά την διάρκεια του εμφύλιου κι ο βασιλικός στη γλάστρα ξεράθηκε. Πατέρας και γιός βρέθηκαν σε λάθος  τόπο και λάθος ώρα.  Ούτε ο μπάρμπα Γιάννης  ήθελε να κυριεύσει την Ασία, αλλά ούτε και ο Παντελής , να σώσει την Ελλάδα από τους…. Μπολσεβίκους. Φαντάροι ήταν και εκτελούσαν εντολές κι η τύχη τους φέρθηκε απάνθρωπα σκληρά.

     Τα τραύματα του πατέρα ήταν νωπά ακόμη.  Δεν ξέρω ποιος βρήκε το θάρρος  και ανακοίνωσε τέτοιο κακό χαμπέρι στους γονείς. Μπορεί και να ακολούθησαν τις τυπικές διαδικασίες, όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις. « Ο υιός σας έπεσε ηρωικώς μαχόμενος υπέρ πατρίδος».

    Ο μπάρμπα Γιάννης κι η θεια Μαρία, συνέχιζαν να ζουν, με το πόνο στη καρδιά. Δεν γέλασαν ποτέ ξανά, μα είχαν μια γλυκιά καλοσύνη, στα λυπημένα πρόσωπα τους, μέχρι που άφησαν αυτό τον ψεύτη και άδικο κόσμο.

   Ένα χρέος ένοιωσα αναπολώντας αυτή την ιστορία. Ένα χρέος τιμής και μνήμης, σ’ αυτούς τους ανθρώπους που τα έδωσαν όλα και δεν πήραν τίποτα.

Δεν πιστεύω το κράτος να το κάνει. Δεν ξέρω αν ο Δήμος το σκεφθεί. Ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού μας, όμως πρέπει. 

   Εκεί στο πρόστεγο του σπιτιού τους, μια πλάκα Τιμής και Μνήμης, λιτή και απέριττη , να μας θυμίζει ότι δεν πρέπει να ξεχνούμε.

«Εδώ γεννήθηκαν, ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΕΡΙΓΟΣ, αιχμάλωτος Μικρασιατικής Καταστροφής και

  ο γιός του ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΒΕΡΙΓΟΣ,  νεκρός εν υπηρεσία κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας»

  και τότε ίσως βρουν, «την ανάπαυση» που ίσως περιμένουν  και  ο περαστικός από το σοκάκι του μπάρμπα Γιάννη, θα ακούει κάθε φορά που θα περνά ,  το «γεια σας και πάλι γεια σας». Θα τον κερνάει μια ρακί και η θεια  Μαρία, θα τον τρατάρει λίγα καρύδια και μια καλή κουβέντα, όπως συνήθιζε.

 Έτσι! Για την Ιστορία.

«Γεια σας και πάλι γεια σας!!!!!!!!!!!!!!».

 

 

υ/γ Δεν έγραψα Ιστορία. Ζωντανές μνήμες ανθρώπων του χωριού μου, του Μαρμακέτω και της γειτονιάς μου Φαρσάρω, προσπάθησα να κρατήσω.  

 

    

     

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τεολευταία πεθυμιά

  Συνταξιούχος μπάρκαρα ,σε φορτηγό καράβι, μα με κρατούσαν στη στεριά, δεμένο σάπιοι κάβοι. Κρίμα δεν έχω   δύναμη, τους κάβους για να ...