Ταξιδεύοντας και δίπλα μας πιρόγες

 

Περαστικοί από το λιμάνι του Πειραιά, με ένα φορτηγό πλοίο. Με μειωμένη ταχύτητα πηγαίναμε προς τη ράδα και ήταν καλοκαίρι. Η Πειραϊκή στα δεξιά και πολύ κοντά μας. Οι στεριανοί έκαναν τις βόλτες τους στην παραλιακή και άλλοι έπιναν τα ούζα τους στα παραθαλάσσια ουζερί του λιμανιού. Ζήλια εμείς για αυτούς, ζήλια αυτοί για εμάς τους Ναυτικούς, τους τυχερούς. Χωρίς να ακροβολίσουμε, μας πλησίασε μια φορτηγίδα που μας έφερνε τα spare για την μηχανή. Όπως ήρθε, έτσι έφυγε. Χωρίς καθυστέρηση και το καράβι συνέχισε το ταξίδι του, αποφεύγοντας τα άλλα πλοία του αγκυροβολίου, μανουβράροντας επιδέξια ο καπετάνιος.

Τα βλέμματα μας καρφωμένα στη στεριά και το παράπονο μας στη καρδιά, πικρό και δίκαιο. Η μέρα κόντευε να τελειώσει και ένα γλυκό σούρουπο, χάιδευε τις ακτογραμμές της Αττικής. Τα πρώτα φώτα σιγά σιγά άρχιζαν να φωτίζουν τα παραλιακά κτήρια και τους δρόμους και καθώς απομακρυνόμαστε χάθηκε και η ανταύγεια τους. Το καράβι είχε αναπτύξει την ταχύτητα του και είχε νυχτώσει για καλά.

Με συντροφιά την απογοήτευση και λαβωμένες τις ελπίδες μας, ανοιχτήκαμε στο πέλαγος. Κρυφά ελπίζαμε πως θα βρίσκαμε χρόνο, για να πατήσουμε τα πόδια στη στεριά. Είχαμε πλησιάσει στη πηγή και νοιώθαμε, μεγαλύτερη την δίψα μας, αφού ούτε τα χείλη δεν δροσίσαμε.

Διασχίσαμε την Μεσόγειο. Περάσαμε τα στενά του Γιβραλτάρ και ταξιδέψαμε τον Ατλαντικό μερόνυχτα, μέχρι να φθάσουμε στη Βενεζουέλα και στα θολά νερά του Ορινόκο. Μεγάλο ποτάμι, μα δύσκολο το ταξίδι με πλοίο. Έχει ρηχά και ρεύματα πολλά που δυσκολεύουν τον διάπλου.

Δεξιά και αριστερά και πέρα από τις όχθες του ποταμού, απλώνονται απέραντοι κάμποι με τροπικά δένδρα καταπράσινα. Πολλά φορτωμένα με τροπικούς καρπούς, ακουμπούσαν μέχρι στο νερό. Όπου υπάρχει ξέφωτο ή λιγότερη βλάστηση, ξεφυτρώνουν και οι καλύβες των Ιθαγενών. Περίτεχνα φτιαγμένες με καλάμια μπαμπού και σκεπασμένες με πλατιά φύλλα, κομμένα από τα δένδρα. Πρωτόγονες κατοικίες ανθρώπων που συνεχίζουν να ζουν, μακριά από αυτό τον τρόπο ζωής, που σήμερα τον λέμε πολιτισμό. Μπορεί και να μην τους επέτρεψαν, μπορεί και να μην τους αρέσει. Ο καπνός ανεβαίνει στον ουρανό, μέσα κι έξω από τις καλύβες. Θα μαγειρεύουν αλλά και ίσως ο καπνός να διώχνει τα κουνούπια κι άλλα βλαβερά έντομα, που βρίσκουν καταφύγιο στους βάλτους..

Δίπλα σε κάθε καλύβα και μια πιρόγα, δεμένη σε χονδρούς ξύλινους πασσάλους. Με αυτές ταξιδεύουν στο ποτάμι και ψαρεύουν ποταμόψαρα. Με αυτές πλησίαζαν τα διερχόμενα πλοία, για να ζητήσουν κάτι από το περίσσευμα των ναυτικών. Αυτέ χάζευα με περιέργεια και με αντικατέστησε ο καπετάνιος με άλλον τιμονιέρη. Θα του έριχνα έξω το καράβι μου φώναζε με νεύρα. Μπορεί να είχε και δίκιο, αλλά εγώ ήμουν ο κερδισμένος. Γρήγορα κατέβηκα στο κατάστρωμα κι από κοντά, μαζί με τους αργόσχολους ναύτες και της μηχανής πλήρωμα, χαζεύαμε τις πιρόγες και τους ανθρώπους τους. Δεν γνωρίζαμε τη γλώσσα τους, αλλά καταλαβαίναμε τι μας ζητούσαν. Ότι τους έλλειπε. Πολλοί ανταποκρίθηκαν στα παρακάλια τους. Τους έφεραν ότι τους περίσσευε. Κονσέρβες, σαπούνια, πακέτα με τσιγάρα και τρόφιμα ακόμα. Άλλα έπεφταν μέσα στις πιρόγες και άλλα στα θολά νερά του ποταμού. Τα νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, βουτούσαν και τα μάζευαν κι ας είχαν βραχεί. Τα άπλωναν πάνω στις πιρόγες, να στεγνώσουν.

Τα κορίτσια ήταν όμορφα. Είχαν την ξωτική ομορφιά και τα κρυφοκοιτάζαμε όλοι και συνεχίζαμε να τους πετάμε όλο και περισσότερα. Ο Ahmet τους πέταξε στο τέλος και τη φόρμα εργασίας που φορούσε. Όταν πια δεν μπορούσαν να μας ακολουθήσουν άλλο, μας κουνούσαν τα χέρια και χαρούμενοι μας αποχαιρετούσαν. Θα επέστρεφαν στις καλύβες τους, περιμένοντας το επόμενο βαπόρι.

Με την βοήθεια πλοηγού και με κάμποσες ώρες ταξίδι, φθάσαμε στο πόρτο Mantazas και άρχισε η εκφόρτωση. Όταν τέλειωσε μετά από κάποιες μέρες, ετοιμαστήκαμε για τον απόπλου. Νύχτα ήταν όταν σαλπάραμε, μα από το πλήρωμα, απουσίαζε ο Ahmet. Ο ναύτης από το Κάιρο. Συνηθισμένο το φαινόμενο. Αρκετοί έχαναν τα βαπόρια. Άλλοι από έρωτα, άλλοι ψάχνοντας καλλίτερη τύχη στη στεριά και άλλοι από κακό υπολογισμό της ώρας του απόπλου. Το καράβι δεν περιμένει ποτέ κανένα.

Περνώντας από το σημείο με τις πιρόγες σταθήκαμε άτυχοι. Ήταν νύχτα και μόνο η φωτιά συνέχιζε να ανάβει και σκορπούσε τον καπνό στον ουρανό. Βασίλευε η ησυχία της νύχτας και εδώ ήταν το φυσικό της περιβάλλον. Βλέποντας τις αραγμένες πιρόγες, σκέφθηκα τον Ahmet. Πως θα την έβγαζε χωρίς δουλειά και με άδεις τσέπες σε μια ξένη χώρα? Τον φαντάστηκα πάνω σε μια πιρόγα και να εκλιπαρεί για μια κονσέρβα ή ένα πακέτο τσιγάρα. Με γυμνή την χονδρή κοιλιά του, να κάνει μακροβούτια και να τον παρασέρνει το ρεύμα. Να πνίγεται και να τον σώζουν οι Ιθαγενείς, γιατί τους είχε ακόμα και την φόρμα του και γιατί σίγουρα θα ήταν καλοί άνθρωποι.

Βρεθήκαμε να ταξιδεύουμε στο πέλαγος την άλλη μέρα. Πέρασαν μήνες και κάναμε πολλές χιλιάδες μίλια από τότε. Με αγριεμένες και γαλήνιες θάλασσες. Πιάσαμε πολλά λιμάνια μέχρι κάποια μέρα βρεθήκαμε στη ράδα του Rio de Janeiro. Βλέπαμε την Copa Campana και φανταζόμασταν καλλίγραμμα κορμιά να κολυμπούν και το μεγαλόπρεπο άγαλμα του Χριστού να κάνει μπανιστήρι από ψηλά, από το θρόνο του.

Είναι όμορφη στα αλήθεια η πόλις του Ρίου. Έχουν δίκιο οι Βραζιλιάνοι όταν με μεγάλη σοβαρότητα υποστηρίζουν ότι, “έξι μέρες έκανε ο Θεός να φτιάξει τον κόσμο, μαζί με την Βραζιλία και την εβδόμη έφτιαξε το Ρίο”.

Δεν είχαμε καλά καλά να τελειώσουμε την αγκυροβόληση και να σου μια βάρκα δίπλα μας, με μοναδικό επιβάτη τον Ahmet. Πως βρέθηκες εδώ ρε χαμένο κορμί τον ρώτησα. Σε φανταζόμουν πλήρωμα σε πιρόγα στον Ορινόκο. Μου χαμογέλασε πλατιά, με το καλοκάγαθο γέλιο των Αιγυπτίων και άρχισε να μου εξιστορεί το πως και το γιατί.

Έχασα το καράβι στο Mantazas, γιατί ήθελα να παρακολουθήσω τον αγώνα του Cassious Clay. Ήταν τελικός και δεν μπορούσα να μην τον δω. Άδικα αλλαξοπίστησε ο πρωταθλητής? Ήμουν όμως και τυχερός. Σε λίγες μέρες πέρασε άλλο καράβι της εταιρείας μας και με μάζεψε. Να σ' αυτό το καμένο γκαζάδικο μπάρκαρα, αλλά πήρε φωτιά και τώρα κάνω τον φύλακα, περιμένοντας κάποιο άλλο να περάσει. Ευτυχώς όμως, μια μέρα πριν πάρει φωτιά και γίνουν όλα στάχτη και μπούρμπερη, πρόλαβα και χάρισα στη κοπέλα που μόλις έιχα γνωρίσει σε ένα μπαρ, την τηλεόραση που είχα στη καμπίνα. Αυτά είναι τα νέα μου είπε και έδειχνε ικανοποιημένος.

Πολύ τυχερός ρε Ahmet. Που την βρίσκεις τόση τύχη?

Είδες, μου απάντησε.τρίβοντας το φαρδύ μουστάκι και χαϊδεύοντας την κοιλιά του, ο αγαθός και καλός μας φίλος.

Τρίτωσε η τύχη του. Τον πήρε ξανά πλήρωμα ο καπετάνιος. Έκανε καθημερινά ματσακόνι και έβαφε τα άλμπουρα και ταξιδεύοντας ακόμα. Όταν σχολούσε, γονάτιζε προς τη Δύση και έκανε την προσευχή του, στον Θεό που πίστευε.




Μια παλιά θύμηση, γραμμένη το 1993

Φρεσκαρισμένη το 2020

(στον καιρό της καραντίνας)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άτιτλο 19

    Όλη τη νύχτα στο όνειρο μου, στον χαμένο το καιρό μου, πειρατές με κυνηγούσαν, λύτρα και χρυσό ζητούσαν. Να γλυτώσω δίδω μάχ...