Μαύρη ήπειρος - Λευκή ντροπή

 

Άνοιξη του 74 θα ήτανε θαρρώ, που φορτώσαμε στην Αμβέρσα, με προορισμό την Αφρική. Το φορτίο ήταν λίπασμα σε τσουβάλια και το λιμάνια εκφόρτωσης, θα ήταν το Point Nouar στο Γαλλικό Κονγκό και η Beira, στη Μοζαμβίκη. Αυτό ήταν το πρώτο μου ταξίδι στη Μαύρη Ήπειρο και είχα μια περιέργεια, σαν κι αυτή που νοιώθει κάποιος, σαν πηγαίνει πρώτη φορά σε κάποιο άγνωστο μέρος για πρώτη φορά.

Με καλό καιρό περάσαμε τον Βισκαϊκό και μετά αφήσαμε πίσω μας, τις ακτές της Πορτογαλίας και ταξιδεύαμε προς Νότο. Τελευταία στεριά που είδαμε πριν φθάσουμε στο πρώτο λιμάνι προορισμού ήταν τα κανάρια νησιά. Η Τενερίφη δεξιά μας και το Λας Πάλμας αριστερά. Μετά από λίγες μέρες, φθάσαμε στο Point Nouar. Ο λευκός πιλότος μας περίμενε στην είσοδο του λιμανιού, ως είθισται και χωρίς καθυστέρηση, προσδέσαμε το πλοίο στη προβλήτα εκφόρτωσης.

Μετά τις καθιερωμένες τελωνειακές διατυπώσεις, ανέβηκαν οι εργάτες του λιμανιού στο βαπόρι, που ήταν έτοιμο για την εκφόρτωση. Μαύροι όλοι οι εργάτες και μόνο ένας επιστάτης ήταν λευκός. Χωρίς καθυστέρηση και με τις προσταγές του επιστάτη, έπιασαν δουλειά. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη και σε λίγη ώρα ο ιδρώτας με τη σκόνη του φορτίου, γινόταν λάσπη που σκέπαζε τα νέγρικα κορμιά, που ήταν σχεδόν γυμνά. Μόνο ένα πανί τους σκέπαζε μόνο τα αχαμνά.

Από το χάραμα μέχρι που νύχτωνε, δούλευαν ασταμάτητα μες στα αμπάρια. Με γάντζους τραβούσαν τα τσουβάλια και τα έβαζαν στα σαμπάνια και με τις μπίγες του πλοίου τα μετέφεραν στην αποβάθρα και στα φορτηγά αυτοκίνητα που περίμεναν. Ο λευκός, πήγαινε και ερχόταν πάνω στη κουβέρτα, από αμπάρι σε αμπάρι. Έλεγχε και φώναζε σε όποιον σταματούσε να πάρει μια ανάσα ή να καθαρίσει λίγο το πρόσωπο του από την λάσπη που τον στράβωνε. Αυτός έκρινε πότε θα σταματήσουν για λίγα λεπτά, για το καθημερινό τους φαγητό. Κάθε μέρα ήταν το ίδιο μενού. Μια μικρή κονσέρβα με σαρδέλες και μισό καρβέλι ψωμί. Σε ένα κουβά με νερό ξεγελούσαν και τη δίψα τους.

Η πόλη του λιμανιού φτωχική, με πολλές παράγκες ξύλινες που τις σκέπαζαν με πλατιά φύλλα τροπικών δένδρων. Στους δρόμους, οι περισσότεροι χωμάτινοι, τριγυρνούσαν ανέμελα, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Δεν είχαν τίποτα να κάνουν και έβγαζαν τη φτώχεια τους σεργιάνι. Μόνο η Γαλλική συνοικία ξεχώριζε. Τα σπίτια ήταν πέτρινα, με αυλές και βεράντες με τραπέζια και πολυθρόνες αναπαυτικές.. Στα μικρά καφέ, την μέρα έπιναν τον καφέ τους οι κάτοικοι της γειτονιάς και τα βράδια έπιναν το ποτό τους στα μπαρ. Μαύρες καλλονές, διαλεγμένες μια – μια, τους κρατούσαν συντροφιά. Οι άνθρωποι που πριν λεγόταν αποικιοκράτες, τώρα λέγονται τεχνικοί και οικονομικοί σύμβουλοι και έχουν φροντίσει να περνούν καλά.

Οι νέοι νέγροι, γυρόφερναν έξω από αυτά τα μπαρ και λίκνιζαν τα κορμιά τους στους δρόμους, στο ρυθμό της μουσικής. Δεν υπήρχε απαγορευτική πινακίδα που να γράφει only white, αλλά και κανείς νέος νέγρος δεν μπορούσε να εισέλθει σε κάποιο από αυτά. Η είσοδος ήταν απαγορευτική, γιατί ένα ποτό κόστιζε τόσο όσο , θα έπαιρνε αν δούλευε μια βδομάδα στο βαπόρι, ξεφορτώνοντας τσουβάλια λίπασμα ή κάποιο άλλο φορτίο.

Ταξιδεύοντας για το επόμενο λιμάνι, σκέφθηκα πως αυτό που είδα να συμβαίνει στο Point Nouar, είναι μια καινούργια μορφή ρατσισμού. Ο οικονομικός αποκλεισμός, αντικατέστησε τις ρατσιστικές απαγορεύσεις, only black ή only white. Δεν ξέρω ποιος ρατσισμός είναι χειρότερος, αλλά ο οικονομικός μου φαίνεται πολύ ύπουλος.

Περάσαμε τις ακτές τις Νότιας Αφρικής και χάθηκαν τα φώτα του Cape Town. Βρήκαμε κακό καιρό περνώντας από τον Ατλαντικό, στον Ινδικό Ωκεανό, αλλά μετά από λίγες μέρες σχετικής ταλαιπωρίας, φθάσαμε στη Beira. Η πόλη, αμυδρά φωτισμένη και η Μοζαμβίκη σαν χώρα, περνούσε ένα μεταβατικό στάδιο. Μια βδομάδα πριν, κατάφερε να διώξει τους Πορτογάλους αποικιοκράτες και τώρα ζούσε το αβέβαιο αλλά αναγκαίο μεταβατικό στάδιο. Οι Λαοί της Αφρικής μετά από πολύχρονες κατοχές αγωνίζονται για την ανεξαρτησία τους. Γνώριζαν ότι τα πράγματα δεν θα είναι εύκολα, αλλά και η σκλαβιά δεν είναι η λύση. Φεύγοντας οι αποικιοκράτες έπαιρναν ότι μπορούσαν να πάρουν και η πόλη της Beira έμεινε ακόμα πιο φτωχή, αλλά πλημμύριζε από ελπίδα.

Η εκφόρτωση άρχισε κανονικά. Οι εργάτες δούλευαν με όρεξη, πίστευαν σε ένα καλλίτερο μέλλον και ξεχνούσαν την κούραση. Κάποια βραδιά που είχα βάρδια με πλησίασε ένας ηλικιωμένος, ψηλός κι αδύνατος και μου συστήθηκε στα ελληνικά, πως ηταν ο επιστάτης για αυτή την νύχτα. Γιώργο τον έλεγαν και ήταν από την Κάσο, όπου είχε γεννηθεί πριν εβδομήντα χρόνια, μου εξομολογήθηκε πίνοντας καφέ στο καπνιστήριο. Μικρός είχε έρθει στη Μοζαμβίκη και τώρα νοιώθω, Μισό Έλληνας και μισό Μοζαμβικάνος μου είπε, ανάβοντας ένα άφιλτρο τσιγάρο.

Χωρίς δισταγμό, άρχισε να μου εξιστορεί την κατάσταση στη Μοζαμβίκη, όταν τον ρώτησα πως είναι τώρα η κατάσταση.

Δεν γινόταν διαφορετικά. Έπρεπε να γίνει. Ο κόσμος αλλάζει και οι αποικιοκράτες πρέπει να αφήσουν τους Λαούς να καθορίζουν τη τύχη τους. Η επαναστατική κυβέρνηση πρότεινε σε όλους μας, ισότιμη μεταχείρηση. Σε Νέγρους και σε λευκούς, αλλά με τον όρο να δεχθούμε να γίνουμε Μοζαμβικάνοι πολίτες. Εγώ δέχθηκα και έμεινα, αλλά οι περισσότεροι προτίμησαν να φύγουν. Μαζί τους έφυγαν και οι δυο μου κόρες. Προτίμησαν να μεταναστεύσουν στη Νότια Αφρική. Μετά από εκεί όμως, που θα πάνε? Δεν θα αργήσει και εκεί να γίνει, ότι έγινε και εδώ κι ότι γίνεται παντού.

Προφήτης ο μπάρμπα Γιώργης, που πριν μια βδομάδα, ήταν Έλληνας υπήκοος.

Θα μου επιτρέψεις να ρίξω μια ματιά, αν και πιστεύω ότι τώρα δεν χρειάζονται επίβλεψη οι εργάτες. Δουλεύουν με ενθουσιασμό και ελπίζουν σε ένα καλλίτερο αύριο. Έσβησε το τσιγάρο στο τασάκι και βγήκε στο κατάστρωμα. Σε λίγα λεπτά επέστρεψε ικανοποιημένος από την απόδοση των εκφορτωτών και συνέχισε.

Θα έχεις ακούσει να κατηγορούν τους ντόπιους σαν σκληρούς, άξεστους και απολίτιστους. Μια ιστορία θα σου πω και τα συμπεράσματα δικά σου. Πριν κάποια χρόνια που ήμουν ακόμα νέος, συνήθιζα να πηγαίνω στη ζούγκλα με άλλους νέους, για σαφάρι. Στα αυτοκίνητα μας, μαζί με όλα τα απαραίτητα, παίρναμε και καμιά εικοσαριά νέγρους για βοήθεια. Στην επιστροφή και αν είχαμε σκοτώσει κάποιο λιοντάρι ή και κάποια τίγρη, γυρνούσαμε στους δρόμους και καμαρώναμε για το κατόρθωμα μας. Κρατούσαμε το δέρμα, όπως κάνουν στην Ελλάδα στις λιτανείες,. Όταν θέλουν οι πιστοί να παρακαλέσουν τον Θεό για να βρέξει. Κανείς μας δεν σκέφθηκε ποτέ, να μετρήσει τους Νέγρους βοηθούς μας στην επιστροφή. Οι μισοί θα έλλειπαν στα σίγουρα.

Με το κεφάλι του σκυφτό με καληνύχτισε και βγήκε στο κατάστρωμα. Οι τύψεις θα τον έπνιγαν και βγήκε για να αναπνεύσει και να κρύψει την ντροπή του στο σκοτάδι.

Η εκφόρτωση τέλειωσε γρηγορότερα από ότι είχαμε υπολογίσει. Στην αναχώρηση βρέθηκε στην αποβάθρα και ο κύριος Γιώργος. Έβγαλε από το κεφάλι του το ψάθινο καπέλο και μας αποχαιρέτησε.

Επόμενο λιμάνι φόρτωσης το Durban. Πρώτη φορά στην Αφρική, αλλά έτυχε να πιάσω πολλά από τα λιμάνια της. Για αυτή την χώρα του νότιου ακρωτηρίου, είχα ακούσει και διαβάσει πολλά πριν την επισκεφτώ. Ήμουν προετοιμασμένος με άλλα λόγια, για αυτά που θα συναντούσα. Σε όλους ήταν γνωστό το ρατσιστικό καθεστώς. Όλοι το κατηγορούσαν, αλλά δεν έκανε και κανείς κάτι, για να το αλλάξει.

Φθάσαμε και δέσαμε στο λιμάνι. Τίποτα δεν θύμιζε Κόνγκο και Μοζαμβίκη. Σύγχρονες αποβάθρες και σύγχρονα μέσα φόρτο εκφόρτωσης. Κτήρια μεγάλα και μοντέρνα γύρω από το λιμάνι και μέχρι εκεί που έβλεπε το μάτι μου.

Κάθε πρωί μια ή και δυο κλούβες, ανάλογα τις ανάγκες της φόρτωσης, σταματούσαν δίπλα στη σκάλα του βαποριού. Πραγματικές κλούβες, κλουβιά χωρίς παράθυρα και ίχνος χαραμάδας, έφερναν τους νέγρους εργάτες που ήταν απαραίτητη για τις εργασίες. Ο ένας πίσω από τον άλλο με σβελτάδα ανέβαιναν τη σκάλα και ακόμα γρηγορότερα γλιστρούσαν μες στα αμπάρια. Το άγριο βλέμμα του λευκού συνοδού και επιστάτη, δεν τους άφηνε περιθώριο να κοιτάξουν δεξιά ή αριστερά ή και πάνω. Μόνο κάτω, για να βλέπουν τα σκαλοπάτια πο πατούσαν.

Με αυτό το τρόπο γινόταν καθημερινά η μεταφορά των εργατών από το γκέτο στο λιμάνι. Δεν έπρεπε να δουν ούτε φευγαλέα τον “πολιτισμό” της διαδρομής και τον τρόπο που ζούσαν οι λευκοί. Φοβόντουσαν την αντίδραση τους και ήθελαν αν την καθυστερήσουν.

Η δουλειά σκληρή και αναπνοή δεν έπαιρναν. Που να τους αφήσει ο λευκός επιστάτης, με το ξυρισμένο κεφάλι και το χακί πουκάμισο, που είχε και στα μπράτσα του, αγκυλωτούς σταυρούς και άλλα τατουάζ. Γυρνούσε ασταμάτητα δίπλα από τα κουβούσια των αμπαριών, βρίζοντας χωρίς λόγω τους ξεθεωμένους και ιδρωμένους νέγρους - σκλάβους. Είχε το δικαίωμα να τους βρίζει, να τους ξευτελίζει και τους έλλειπε το δικαιωμα, ούτε καν να τον κοιτάξουν.

Δεν άντεξα μια μέρα. Γιατί ρε φίλε τους βρίζεις, χωρίς λόγο. Δουλεύουν ασταμάτητα και κάνει και τόση ζέστη?. Δεν μου απάντησε, αλλά με κοίταξε περιφρονητικά και απομακρύνθηκε. Δεν πέρασαν ούτε είκοσι λεπτά και με κάλεσε ο καπετάνιος στο γραφείο του.

Εσύ ρε καπετάν Κωσταντή θα λύσεις το πρόβλημα των μαύρων? Αν συνεχίζεις να τους υποστηρίζεις, μου είπε ο επιστάτης τους, θα σε παλιννοστήσουν. Σίγουρα δεν μπορείς να κάνεις κάτι ουσιαστικό κι ας έχεις δίκιο. Σκέψου, έχεις γυναίκα και παιδιά να θρέψεις.

Πότε πρόλαβε ο μπάσταρδος και με κάρφωσε καπετάνιε? Εκτός από το να βρίζει, να εκβιάζει και γιατί όχι και να σκοτώνει, είναι και καλός ρουφιάνος.

Κι αυτό είναι μέσα στα καθήκοντα του, μου είπε ο καπετάνιος και με συμβούλεψε να είμαι πιο προσεκτικός κι ας είχα δίκιο.

Τα βράδια με τον ίδιο τρόπο τους γυρνούσαν στις φτωχογειτονιές τους.

Ο τροχός της ιστορίας αργεί να γυρίσει, μα θα γυρίσει κάποια μέρα. Μέσα σ' αυτές τις σκοτεινές κλούβες, πολλοί θα κρύβουν την ΝΤΡΟΠΗ τους.



Οκτώβρης του 1974

Φρεσκαρισμένο Νοέμβρης του 2020

(στην εποχή της καραντίνας)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άτιτλο 14

                Άτιτλο 14   Μεσάνυχτα στη κουπαστή, κάλμα η θάλασσα, γυαλί. Έχει η Σελήνη εραστή, τον βρήκε στην Ανατολή. Μεσάνυ...