Θανάσιμο εργατικό ατύχημα εν πλω.

 

Τον έβλεπα καθώς έπεφτε στο κενό. Όρθιος , όπως ήταν, δίνοντας εντολές στους βιντζιέρηδες , πατώντας πάνω στις ξύλινες μπουκαπόρτες του αμπαριού. Ήξερε από την πείρα του, πως ήθελε πολύ προσοχή αυτή η δουλειά και ειδικά τώρα που γινόταν ταξιδεύοντας στο πέλαγος. Έπρεπε όμως να γίνει. Οι μπουλμέδες ήταν απαραίτητοι για το επόμενο ναύλο. Από Αργεντινή θα φορτώναμε καλαμπόκι και τα χύμα φορτία, είχαν τις δικές τους ιδιαιτερότητες. Έπρεπε κάθε φορά να χωρίζουμε τα αμπάρια σε μικρότερους χώρους, με μπουλμέδες, για να λιγοστεύουν οι κίνδυνοι, μετατόπισης του χύμα φορτίου.

Η επικίνδυνη και δύσκολη εργασία κόντευε να τελειώσει. Σε λίγα λεπτά θα πίναμε ικανοποιημένοι τον απογευματινό καφέ μας, αφού πλησίαζε η προγραμματισμένη ώρα του coffe time.

Ένα στιγμιαίο λάθος, μια κακή στιγμή, μια απρόβλεπτη κίνηση, ένα απρόσμενο μποτσάρισμα του πλοίου, ο χάρος που ελλόχευε , το κάθε ένα ξεχωριστά ή όλα μαζί κέρδισαν και το κακό έγινε. Δευτερόλεπτα κράτησε η πτώση στο κενό. Με τα χέρια υψωμένα , σαν να συνέχιζε να κάνει κουμάντο, έπεφτε στο αδειανό αμπάρι. Το ύψος δέκα μέτρων που χώριζε τη ζωή, από τον θάνατο. Μόνο μια φωνή, μια κραυγή αγωνίας και φόβου πρόλαβε και βγήκε από το στόμα του, πριν προλάβει να βρεθεί νεκρός στο ξύλινο πανιόλο και το κλείσει για πάντα.

Σε δευτερόλεπτα κατέβηκα την κατακόρυφη σκάλα του αμπαριού. Ο λοστρόμος μας ήταν ήδη νεκρός κι από το στόμα του έβγαινε αχνιστό το σκούρο αίμα. Του έκλεισα τα ανοιχτά μάτια και ανέβηκα με την ίδια γρηγοράδα τη σκάλα. Ήθελα να αναπνεύσω, να κλάψω και να ξεχάσω την αγωνία που είδα στο νεκρό πρόσωπο του. Ήθελα να πετάξω τις τύψεις μου στο ανοιχτό πέλαγος.

Για κάποια ασήμαντη αφορμή, είχαμε παρεξηγηθεί στο προηγούμενο λιμάνι. Κόψαμε και την καλημέρα κι ο θάνατος μας πρόλαβε και έμεινε το παράπονο να με βασανίζει.

Με την άφιξη μας στη Βενετία, ετοιμάζαμε το πλοίο για εκφόρτωση. Σηκώναμε τις μπίγες, μαζεύαμε τα προστατευτικά δίκτυα , ξεσφηνώναμε και διπλώναμε τους μουσαμάδες των αμπαριών. Ο κάθε ένας στο πόστο του κι όλοι μαζί δουλεύαμε σαν μια καλοδουλεύτρα μηχανή. Βιαζόμασταν όλοι γιατί μας πρόσμενε η στεριά, η όμορφη πολιτεία των καναλιών. Σ' αυτή τη βιασύνη, πήρε χαμπάρι ο λοστρόμος τους τελωνειακούς που ανέβαιναν στο καράβι για έλεγχο. Τότε θυμήθηκε τα τσιγάρα που είχε για κοντραμπάντο στη καμπίνα του και φοβήθηκε τον έλεγχο.

-Τρέξε με διέταξε, με άγριο ύφος, στο δωμάτιο μου και φέρε τα τσιγάρα που θα βρεις, να τα κρύψεις στο κάσα ρο.

Η διαταγή ήταν διαταγή και ήμουν ένας μικρός πρωτόμπαρκος. Έτρεξα στο δωμάτιο του και μάζευα τις κούτες με τα τσιγάρα. Δεν είχα προλάβει να τελειώσω και άνοιξε η πόρτα με ένα δυνατό χτύπημα. Τρόμαξα. Ήρθαν οι τελωνειακοί να με συλλάβουν σκέφθηκα, αλλά οι αγριοφωνάρα του σπιτονοικοκύρη έδιωξε το φόβο της παρανομίας μου.

Τι κάνεις τόσες ώρες! Μια δουλειά σου είπα να κάνεις και την κάνεις σκατά. Πάρτα και τσακίσου γρήγορα στη πλώρη και χάθηκε κλείνοντας πάλι με χτύπημα τη πόρτα. Ε! Δεν πάει άλλο σκέφθηκα. Άδειασα και σκόρπισα τα τσιγάρα στο πάτωμα και στο κρεββάτι και έτρεξα να τον προλάβω. Στο νούμερο ένα αμπάρι είχε φθάσει και όταν με ρώτησε που είναι τα τσιγάρα, έσκυψα και πήρα μια σφήνα ξύλινη και τον σημάδεψα. Ξυστά πέρασε από το κεφάλι του, σύριζα από το αριστερό του αφτί. Αυτό στάθηκε η αφορμή και τώρα με βασανίζουν τύψεις. Δεν θα βρω την ευκαιρία να του ζητήσω συγνώμη ή κι αυτός να μου πει πως δεν φέρθηκε καλά. Θέλω να ξεχαστώ και αναπολώ τα περασμένα. Το σημερινό συμβάν είναι ασήκωτο και προσπαθώ να το ελαφρύνω.

Αν δεν ήταν ο Γραμματικός, το πιο πιθανόν θα με είχαν διώξει από την Βενετία και μάλλον θα ήταν καλλίτερα, τουλάχιστον για μένα. Δεν θα ζούσα αυτό το θλιβερό περιστατικό. Με κομμένες τις σχέσεις με τον αδικοχαμένο λοστρόμο, δουλειά μου έδινε ο Γιώργης. Ένας ξερακιανός ναύτης από την Πάρο. Ένας ήρεμος και καλοσυνάτος άνθρωπος. Με συμβούλευε και με ηρεμία μου μάθαινε να κάνω κόμπους ναυτικούς και γάσες Αυστραλέζικες. Μπορεί και να σου χρειαστούν ακόμα κι αν θα γίνεις καπετάνιος. Μάθε τέχνη κι ας την μου έλεγε και άναβε το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο. Τα βράδια με καλούσε στη καμπίνα του και με κερνούσε ποτό. Του άρεσε πολύ το ουίσκι και το διάβασμα. Με δάνειζε βιβλία, αλλά μη ξεχάσεις να μου τα επιστρέψεις μου έλεγε.

Τα ταξίδια των φορτηγών πλοίων, πάντα είναι μεγάλα και φαίνονται ατέλειωτα. Οι ώρες δύσκολα περνάνε. Τώρα όμως πηγαίνοντας προς Γιβραλτάρ και με τον λοστρόμο νεκρό μες στο φορείο, ο χρόνος σταμάτησε παντελώς. Ολόγυρα του σκυθρωποί κι αμίλητοι όλοι μας. Η αδικία μας συντρόφευε και οι σκέψεις μας, ταξίδευαν χωρίς μπούσουλα και ούτε προορισμό. Σαν φθάσαμε στο Γιβραλτάρ, έγινε και το τελευταίο του ξέμπαρκο. Όσοι δεν μπόρεσαν να κρύψουν τα δάκρυα, τα άφηναν μα τρέχουν χωρίς να προσπαθούν να τα στεγνώσουν. Βαθύς ο πόνος και η πληγή μεγάλη, κοιτάζοντας τη λάντζα να απομακρύνεται προς την αποβάθρα του λιμανιού. Οι αρχές ανάλαβαν τα περαιτέρω. Αποστολή του νεκρού στην Ελλάδα και το αντίγραφο του ημερολογίου Γέφυρας για τις τυπικές διατυπώσεις .

Ώρα 14:30 την έναντι ώρα και κατά την εκτέλεσιν εργασιών τοποθέτησης μπουλμέδων (διαχωριστικών) των κυτών και συγκεκριμένα εις το Νο 4 κύτος, ο Ναύκληρος Γ........ Α..........., ΜΕΘ 26...5, από άστοχη κίνηση έπεσε από το άνω μέρος εις στο πανιόλο (πυθμένα) του κενούς κύτους, με αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμό του.

Ώρα 15:15 πλοίον κατευθύνεται προς πλησιέστερο λιμένα Γιβραλτάρ, δια την παράδοση του νεκρού μέλους του πληρώματος εις στα Αρχάς του λιμένος και δια τα προβλεπόμενα.

Ώρα 09:00 την επόμενη ημέρα. Το πλοίο αφίχθη εις στο Γιβραλτάρ. Η σωρός του ανωτέρω μέλους του πληρώματος, παρεδόθη στον πράκτορα του πλοίου και στις τοπικές Αρχές. Όπως μεριμνήσουν της μεταφοράς του, εις στην Ελλάδα.

Μετά τις διατυπώσεις και το πρόσω ολοταχώς για το επόμενο λιμάνι, ο καπετάνιος έκλαψε κι αυτός. Ήταν φίλοι και από το ίδιο νησί με τον Ναύκληρο. Ο πόνος του ήταν μεγαλύτερος, αλλά ήταν και καπετάνιος.

Με βασανιστικές σκέψεις και με ένα άτομο λιγότερο στο crew list, συνεχίσαμε το ταξίδι. Πήραμε ομόφωνα απόφαση. Ποτέ ξανά, δεν θα κάναμε μπουλμέδες στο πέλαγος. Αργά την πήραμε την απόφαση είπε ο Γιώργης. Αργά την πήραμε αυτή την απόφαση, αλλά κάλλιο αργά από ποτέ. Στο νησί του, Μάνα και αρραβωνιαστικιά, ντυμένες στα μαύρα θα περίμεναν απαρηγόρητες, γιο και άνδρα.

Κάπου σε κάποιο σκονισμένο φάκελλο, στην υπηρεσία που είναι υπεύθυνη για αυτά τα συμβάντα , σίγουρα θα υπάρχει κι αυτό το ιστορικό, με την ένδειξη “Θανάσιμο Εργατικό Ατύχημα”, όπως και τόσες άλλες στοίβες παρόμοιων εργατικών “ατυχημάτων”



Γραμμένο πολύ πολύ παλιά.

Φρεσκαρισμένο 28 Νοέμβρη 2020

(στη εποχή της καραντίνας)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άτιτλο 14

                Άτιτλο 14   Μεσάνυχτα στη κουπαστή, κάλμα η θάλασσα, γυαλί. Έχει η Σελήνη εραστή, τον βρήκε στην Ανατολή. Μεσάνυ...