Τα καπνιστήρια των καραβιών

 

Τα χρόνια εκείνα που για πρώτη φορά μπαρκάρισα, τα πρώτα της Χούντας, ήμουν ένα παιδί αμούστακο ακόμα. Είχα σίγουρο μέλλον στο επάγγελμα που ακολουθούσα, καθώς διαφήμιζαν και στα σπιρτόκουτα ακόμα, οι συνταγματάρχες που κυβερνούσαν. Όταν τέλειωνε η σκληρή δουλειά της μέρας, ένας χώρος υπήρχε για να περάσεις την ώρα σου. Να ξεκουραστείς, να ηρεμήσεις, να πιεις τον καφέ σου, να παίξουν το τάβλι και την πρέφα, όσοι ήξεραν. Λιγοστά τα βιβλία κι αυτά ταλαιπωρημένα από τα χρόνια. Το μόνο καινούργιο, ήταν το “Πιστεύω” του Παπαδόπουλου και κάποιες αθλητικές, αλλά μπαγιάτικες εφημερίδες.

Στα δωμάτια έμεναν δυο άτομα από το πλήρωμα, στο κάθε ένα τουλάχιστον. Που να χωρέσουν τα όνειρα του νέου σε μια καμπίνα μια σταλιά κι αυτή μισή. Νύσταζε ο συνάδελφος την ώρα που ήθελα να ακούσω μουσική. Ροχάλιζα εγώ την ώρα που έγραφε, γράμμα στη μάνα του ο άλλος. Με ενοχλούσε ο καπνός από το τσιγάρο του και με ενοχλούσαν τα βρώμικα ρούχα της δουλειάς του. Καταφύγιο αναγκαστικά το καπνιστήριο. Κοινόχρηστος χώρος αλλά κι αυτός μικρός. Εκεί μαζευόμασταν όλο το τσούρμο. Πλήρωμα μηχανής και κουβέρτας. Μάγειροι και καμαρότοι. Όποιος προλάβαινε έβαζε την κασέτα της αρεσκείας του στο μαγνητόφωνο. Καπνίζαμε οι περισσότεροι και οι μπουλμέδες και οι τοίχοι έπαιρναν το χρώμα της κάπνας και από συνήθεια αναπνέαμε.

Κουβεντιάζαμε για να μη ξεχάσουμε και να μιλούμε. Ασυναρτησίες και ο ένας πάνω στον άλλο. Όποιος είχε δυνατή φωνή ακουγόταν. Ιστορίες από το τελευταίο το λιμάνι και σχέδια για το επόμενο, κυριαρχούσαν στις συζητήσεις μας. Άλλοι αναπολούσαν τις γυναίκες των λιμανιών που γνώρισαν και συχνά τσακωνόντουσαν, ποιανού ήταν η ομορφότερη. Ποιος πέρασε καλύτερα και με λιγότερα χρήματα. Ιστορίες αληθινές και ψεύτικες που σκαρώναμε για να περάσει η ώρα. Σε άλλο πηγαδάκι, άλλοι θα τσακωνόντουσαν για τον Ολυμπιακό που κέρδισε άδικα τον Παναθηναϊκό και για το πέναλτι που δόθηκε από το κοράκι τον διαιτητή. Έπρεπε να πιστεύουμε ότι και μεις ζούμε και συμμετέχουμε στα δρώμενα του κόσμου.

Αν μιλούσαμε για το ψωμί που ήταν μπαγιάτικο και το φαγητό που ήταν λειψό, άρχιζαν αμέσως τα δύσκολα και επικίνδυνα. Ξέραμε ότι και οι τοίχοι είχαν αυτιά και τον χαρακτηρισμό ψευτοσυνδικαλιστής, αριστερός, κομμουνιστής ή και κακοποιό στοιχείο, εύκολα τον αποκτούσες. Μετά τον χαρακτηρισμό ερχόταν η απειλή και κάποιες φορές, η απειλή γινόταν πράξη. Σε τύλιγαν σε μια κόλλα χαρτί και πακέτο σε έστελναν πίσω στην πατρίδα. Από εκεί και πέρα ξέχνα βαπόρια και καπνιστήρια. Ο χαρακτηρισμός ήταν και η καινούργια σου ταυτότητα και το εμπόδιο να μπαρκάρεις ξανά.

Πέρασαν τα χρόνια. Την χούντα την έριξαν ο αγώνας του Λαού και της Νεολαίας. Τα πλοία άλλαξαν κι αυτά και φυσικά τα καπνιστήρια. Συνέχισαν όμως να είναι ο μοναδικός χώρος για όλες τις “ελεύθερες” ανάγκες του πληρώματος. Το “πιστεύω” πετάχτηκε σε πέλαγος βαθύ. Κάποια καινούργια βιβλία αντικατέστησαν τα παλιά, για να μην είναι τα ράφια άδεια. Είχαμε ξεχάσει όμως το διάβασμα και μας κοιτούσαν με παράπονο κι αυτά. Ήρθε η τηλεόραση και το Βίντεο με τις πρώτες ταινίες. Άδειασαν τη βιβλιοθήκη για να βρεθεί χώρος για τα καινούργια μαραφέτια.

Από τότε άρχισα να φοβάμαι. Σταμάτησαν οι συζητήσεις και η σιωπή πήρε την θέση τους. Οι προβολές δεν γίνονται με τους χτύπους από το τάβλι και η πλειοψηφία σύμφωνα με τους Δημοκρατικούς κανόνες, αρέσκεται στο να βλέπει και όχι στο να παίζει και να μιλάει. Οι παλιές μέρες του κεφιού και του τραγουδιού, χάθηκαν κι αυτές. Τα “χαρούμενα” γιορτινά προγράμματα, απαιτούσαν προσήλωση στην οθόνη. Μικρή σημασία έχει, να είναι Χριστούγεννα και να βλέπουμε Πασχαλινό πρόγραμμα περασμένων χρόνων. Βρισκόμαστε στη θάλασσα και η χρονοαπόσταση όλα τα δικαιολογεί. Έχουμε μάθει να χαμηλώνουμε το μπόι των απαιτήσεων.

Αναπολώ τα παλιά καπνιστήρια. Τα μαυρισμένα από τα τσιγάρα. Τα τσακώματα χωρίς λόγο. Τις φανταστικές ή αληθινές μας ιστορίες και το χτύπημα των πουλιών στο τάβλι. Χαίρομαι που λείπει το “πιστεύω”, αλλά και τώρα ξέρω ότι οι τοίχοι συνεχίζουν, να έχουν αυτιά.

Λυπάμαι για τις ώρες τις χαμένες και τις σκέψεις των Θαλασσινών που χάνονται στο πέλαγος.

Είναι πολλές οι ώρες και πολλοί οι άνθρωποι, που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν και μέσα στα βαπόρια. Εμπόδιο συχνά στέκονται οι κακές συνθήκες των “καπνιστηρίων”.


Γενάρης του 1994

Φρεσκαρισμένο Νοέμβρη 2020

(στην εποχή της καραντίνας)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ατιτλο 11

  Κάτω από τη φυλλωσιά , του γέρο πλάτανου, σμίγοντας τα όνειρα μας, χτίζαμε το Μέλλον. Ήταν ανθρώπινα, ζεστά και σαν το μπόι ...