Ταξιδεύοντας δίπλα στο σπίτι μου

 

                                            Ταξιδεύοντας δίπλα στο σπίτι μου

 

    Είχα κάμποσα χρόνια να πιάσω Αιγυπτιακό λιμάνι και τώρα καλοκαιριάτικα βρέθηκα στο El Dekheila, ένα μικρό λιμάνι κοντά στην Αλεξάνδρεια. Θα φορτώναμε βενζίνη για Ισραήλ δυστυχώς και λέω δυστυχώς για δυο λόγους. Ο ένας ήταν ναυτικός. Θα γινόμασταν στη γλώσσα μας, γαλατάδες. Κλεμμένη στεριανή ορολογία, από την εποχή εκείνη που κάθε πρωί, μοίραζε ο γαλατάς το γάλα στης γειτονιάς τα σπίτια. Θα ξεφορτώναμε με άλλα λόγια σε τρία κοντινά λιμάνια του Ισραήλ. Μανούβρα, δέσε – λύσε δίχως κέρδος κι ο δεύτερος λόγος, καθαρά κοινωνικός - πολιτικός. Οι Εβραίοι τράβηξαν τα πάνδεινα από τον Ναζισμό του Χίτλερ και τώρα προσπαθούν να τον ξεπεράσουν σε θηριωδίες, ενάντια στον Παλαιστινιακό Λαό. Αυτή τη βαρβαρότητα, δεν μπόρεσα ποτέ να την αποδεχτώ.

    Μείναμε ένα βράδυ στην Αίγυπτο και δεν έχασα την ευκαιρία. Επισκέφθηκα την Αλεξάνδρεια, που από μικρός αυτή τη πόλη συμπαθούσα. Ίσως από ιστορίες της γιαγιάς , που τα πρώτα χρόνια της νιότης της τα πέρασε εκεί. Μπορεί και σαν μαθητής αργότερα που διάβασα κάποια ποιήματα του Καβάφη κι ας μη καταλάβαινα τι ήθελε να πει, ο  Αλεξανδρινός μας Ποιητής. Σαν ναυτικός, κάποιες φορές λοιπόν, επισκέφθηκα αυτή τη Πόλη και κάποια φορά πέρασα ένα τρίμηνο στο λιμάνι της, ξεφορτώνοντας στους αργούς ρυθμούς της, ξυλεία που μεταφέραμε από την Φιλανδία. Τώρα όμως, λίγες ώρες είχα περιθώριο παραμονής, αλλά και τώρα όπως και τότε, επισκέφθηκα το καφέ ΑTHINEOS και ήπια καφέ και μια μπύρα. Ήταν ένα παλιό αριστοκρατικό καφέ- ζαχαροπλαστείο, που πριν Νάσερ εποχή, σύχναζαν εκεί οι Έλληνες κάτοικοι της Αιγύπτου και δεν έκρυβαν την οικονομική και πολιτική τους ισχύ.

     Με κλειστά τα μάτια μου ταξίδεψα στα χρόνια εκείνα και κρυφάκουγα τις συζητήσεις από τα διπλανά τραπέζια. Οι άνδρες με τα ρεπούμπλικα και τα Εγγλέζικα κουστούμια που φορούσαν, μιλούσαν μόνο για τα κέρδη του εμπορίου. Για εισαγωγές και εξαγωγές και για τη τιμή του βαμβακιού. Οι γυναίκες έπιναν τα κοκτέιλ τους κι όλο για τη μόδα συζητούσαν, σε άπταιστα  Γαλλικά και με τις ακριβές κινέζικες βεντάλιες δρόσιζαν τα πρόσωπα τους.  Σε μια απόμερη γωνιά καθόταν ο Αλεξανδρινός Ποιητής και συζητούσε σοβαρός με τους σερβιτόρους. Τους απάγγελνε κάποια από τα ποιήματα του κι αυτοί κουνώντας καταφατικά τα κεφάλια τους, συμφωνούσαν μαζί του. Μάλλον «αποχαιρετούσε την Αλεξάνδρεια που χάνει» και τους σερβιτόρους, που περισσότερο από  όλους τους άλλους θαμώνες συμπαθούσε.

     Όταν άνοιξα τα μάτια, είχε βασιλέψει ο ήλιος. Ο σερβιτόρος, ο μόνος που είχε απομείνει, με μια πολυχρησιμοποιημένη πετσέτα, έδιωχνε τις μύγες από τα τραπέζια. Το ATHINEOS είχε χάσει τη παλιά του αίγλη. Πλήρωσα και βγήκα στον πολυσύχναστο δρόμο. Συνοδεία μου η φωνή του Ποιητή κι η απαγγελία του, το πιο γλυκό άκουσμα στ’ αυτιά μου. «…..Σαν έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέος, αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει. Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου, μάταιες ελπίδες τέτοιες μη καταδεχθείς….». Μαζί φθάσαμε μέχρι στο παλιό «ΦΑΡΜΑΚΕΙΟΝ», με την ξεβαμμένη από τη φθορά του χρόνου, πάνω από την κεντρική είσοδο, Ελληνική επιγραφή. Ακριβώς κάτω από αυτή την επιγραφή σταμάτησε η απαγγελία και χάθηκε μέσα στο ανθρωπομάνι και ο Ποιητής. Σαν να είχαν συμφωνήσει με τον Ιμάμη, άρχισε αυτός την προσευχή του και καλούσε από τον μιναρέ, τους πιστούς μουσουλμάνους να κάνουν το ίδιο. Οι πιο πιστοί άπλωσαν μια πετσέτα, που για αυτό το λόγο, την είχαν πάντοτε μαζί τους και γονάτιζαν, κοιτάζοντας προς τη Μέκκα κι έκαναν την προσευχή τους.  Αχ! Αλεξάνδρεια, όσο κι αν αλλάξεις, παραμένεις πάντα  ίδια!   

    Ήρθε η ώρα της επιστροφής μου στο καράβι. Μέσα από το ταξί, αποχαιρετούσα κι εγώ τη πόλη, καθώς χανόντουσαν σιγά σιγά τα τελευταία φώτα της. « ‘ant yunani?», με ρώτησε ο ταξιτζής κι όταν του απάντησα πως είμαι Έλληνας, έδειξε να χάρηκε, «ki ego milo ligo elinika. Ki ego doylia me pedia elines se karavi”. Φθάσαμε στη προβλήτα. Πήγα να τον πληρώσω και δεν ήθελε λεφτά. Είχε δουλέψει μαζί μας και ήξερε το φιλότιμο μας. Ήξερε πως δεν θα δεχόμουν απλήρωτη τη κούρσα. «Shukranshukran poli file»,αφού δεν πήρα ούτε τα ρέστα, με ευχαρίστησε και χαρούμενος πήρε το δρόμο της επιστροφής. Η φόρτωση είχε τελειώσει αλλά θα αναχωρούσαμε το πρωί. Δεν έβγαζαν πλοία έξω από το λιμάνι νυχτιάτικα. Στην Αίγυπτο δεν βιάζονται πολύ και στο δωμάτιο μου, όλη τη νύχτα μύριζα Αλεξάνδρεια.

   Την επομένη αναχωρήσαμε για Ashdod. Δέσαμε σε τσαμαδούρες και ξεφορτώσαμε μια μικρή ποσότητα του φορτίου και ύστερα αναχωρήσαμε για το επόμενο και κοντινό λιμάνι, το Ashkelon. Ξανά δέσιμο σε τσαμαδούρες κι ας ήταν δίπλα μας η στεριά, η έξοδος ήταν απαγορευτική. Λίγο πιο πέρα ήταν η Gaza κι ο καημός της Παλαιστίνης. Ασταμάτητα περιφρουρούσαν πολεμικά πλοία σε απόλυτη ετοιμότητα κι ο Ισραηλινός που παρακολουθούσε την εκφόρτωση λιγομίλητος. Μάταια προσπάθησα να ανταλλάξουμε δυο λέξεις. Λες και ήταν «σφαίρες» από τις σφεντόνες, των παιδιών της Παλαιστίνης, τις απέφευγε. Ευτυχώς τελειώσαμε γρήγορα κι από εδώ και σαλπάραμε. Ήμασταν μια ανάσα από τη φυλακή της Γάζας και δεν μπορούσα ούτε να την βλέπω.

    Το τρίτο λιμάνι ήταν η Haifa και εκεί πιάσαμε τελικά λιμάνι. Δώσαμε κάβους και δέσαμε. Το βράδυ περισσότερο από περιέργεια, βγήκα έξω. Στο καφέ που πήγα, πέρασα από τον υποχρεωτικό έλεγχο, σαν κι αυτόν που περνάμε στα αεροδρόμια πριν την επιβίβαση. Ο φόβος του ισχυρού είπα στον συνάδελφο της συντροφιάς μου. «Μη μιλάς. Μπορεί και να μας παρακολουθούν», μου είπε φοβισμένος. Πολλών λογιών είναι ο φόβος σκέφθηκα, πίνοντας το καφέ. Ήθελα να φωνάξω «Λευτεριά στη Παλαιστίνη», μα φοβόμουν. Άραγε τα παιδιά με τις σφενδόνες δεν φοβούνται?

    Χωρίς τη χαρά της εξόδου, γυρίσαμε στο καράβι. Η εκφόρτωση είχε τελειώσει και το πρωί θα αναχωρούσαμε για Ιταλία. «Υπολόγισε τα μίλια για το Brindisi και χάραξε τη ρότα καπετάν Κωνσταντή», μου είπε ο καπετάνιος. Μικρό το ταξίδι και η Ανατολική Μεσόγειος, χάρμα ιδέσθαι, αυτή την εποχή. Θα περνούσαμε κι από Ελληνικές θάλασσες, με ότι αυτό συνεπάγεται. Θα ακούγαμε ραδιόφωνο, θα βλέπαμε κάποιες ώρες τηλεόραση και το σπουδαιότερο, θα μιλούσαμε και στο τηλέφωνο με τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Όλα αυτά που τα στερούμαστε στις μεγάλες και ξένες θάλασσες.

     Χάραξα χαρούμενος του ταξιδιού τη ρότα, από βόρεια της Κρήτης. Όταν την ήλεγξε όπως συνηθίζεται ο καπετάνιος κι αφού σκέφθηκε για λίγο, αποφάσισε. «Καλά έκανες καπετάν Κωνσταντή, αν και θα έχουμε πολλά κροσαρίσματα1 με τα ποστάλια2 της Κρήτης. Αυτά θα τα φυλάξουμε. Δεν πιστεύω όμως να χάνουμε πολλά μίλια και μας «χέσουν» από το γραφείο», μου είπε. Δυο μίλια διαφορά είναι καπετάνιε, είχα έτοιμη την απάντηση, γιατί την περίμενα.

« Όλα καλά. Ας έχουμε καλό ταξίδι. Πάω να τηλεφωνήσω στο γραφείο», είπε και χάρηκα πολύ, όπως κι όλο το πλήρωμα.

    Με την παρακολούθηση πολεμικών πλοίων, αρκετά μακριά από το λιμάνι, αναχωρήσαμε για Brindisi, λίγο πριν το ξημέρωμα. Μετά από τριάντα ώρες ταξίδι πλησιάσαμε τις ακτές της Ανατολικής Κρήτης και στο ραντάρ «πιάσαμε3» τον κάβο Σίδερο και το πλήρωμα προσπαθούσε άλλος να πιάσει ραδιοφωνικό σταθμό, άλλος τηλεόραση και οι περισσότεροι σήμα τηλεφώνου. Εγώ στην αριστερή βαρδιόλα4, μάταια προσπαθούσα με τα κιάλια να ανιχνεύσω τη στεριά κι αφού δεν το κατάφερα, έσκυψα πάνω στο χάρτη και λίγο πριν τελειώσει η βάρδια μου, με το κουμπάσο5 μέτρησα τα μίλια και λογάριασα την ώρα που θα περάσουμε δίπλα από την Ντία. Χάρηκα γιατί θα ήμαστε εκεί στην επόμενη πρωινή μου βάρδια. Σαν ήρθε ο αντικαταστάτης μου, του ευχήθηκα καλή βάρδια και καθώς είχαμε πλησιάσει ακόμη περισσότερο τη στεριά, δεν άργησα να μιλήσω τηλεφωνικά με την οικογένεια μου, που ήξερα πόσο πολύ περίμενε το τηλεφώνημα μου.

     Είχαν περάσει πέντε μήνες από τότε που είχα αναχωρήσει από το σπίτι για το μπάρκο. Μεγάλος ο χωρισμός και ήταν η πρώτη φορά που έτυχε να περάσω τόσο κοντά από το νησί που ήταν το σπίτι μας. Γύρω στις πέντε τα ξημερώματα θα περνάω δίπλα από το σπίτι μας ανήγγειλα στη σύζυγο και στα παιδιά και προσπάθησα να ακούγομαι χαρούμενος. « Θα ήμαστε ξύπνιοι όλοι και θα σε περιμένουμε. Θα ανέβουμε στη πιο ψηλή ταράτσα, να δούμε το καράβι και να σου στείλουμε φιλιά. Να κάνεις μια στάση, γιατί έχω να σου πω ένα μυστικό», άκουσα τη μικρή μου κόρη να μου λέει. Θα σας χαιρετήσω με το  Άλτη6 κατάφερα να πω κι έκλεισα το τηλέφωνο, πριν με πιάσει το κλάμα.

   Είναι ευχάριστο το ταξίδι, σαν ταξιδεύεις ακτοπλοΐα, μα σαν ταξιδεύεις δίπλα στο νησί σου, το ξέμπαρκο αναζητάς. Ο Μορφέας αλλού ταξίδευε κι εγώ, όλο σκεφτόμουν τη στεριά. Δεν βαρυγκώμησα στη σκάντζα βάρδια7 ετούτη τη φορά. Με λαχτάρα ανέβηκα στη Γέφυρα και η στεριά δίπλα μας, μια πολύχρωμη φωτισμένη γιρλάντα όπως κάθε νύχτα Ιούλη μήνα. Ήπια μια γουλιά καφέ κι έβαλα το στίγμα του πλοίου στο χάρτη. Τέσσερις η ώρα ακριβώς. Η θάλασσα μπουνάτσα και μόνο δυο τρία ψαράδικα ψάρευαν κοντά στις ακτές. Προσπαθούσα να μη σκέφτομαι, να μη ζηλεύω και να ονειρεύομαι το ξέμπαρκο.

    Τέσσερις και μισή έβαλα το επόμενο στίγμα στο χάρτη. Στο ραντάρ εντόπισα καθαρά, στην αριστερή μας πλώρη, την Ντία. Αφού έτσι κι αλλιώς θα έχουν ξυπνήσει και θα περιμένουν τηλεφώνημα μου, γιατί να το καθυστερώ; «Που είσαι μπαμπά; Δεν σε βλέπουμε ακόμη», απάντησε η μεγάλη μου κόρη. Πλησιάζομε και σε λίγο θα σας κάνω σινιάλο με τον μεγάλο φακό του πλοίου και είμαι σίγουρος θα με δείτε.

   Με την ψευδαίσθηση ότι ήμαστε δίπλα, ξεγελάσαμε τον χωρισμό και ξεχάσαμε τη πραγματικότητα για μισή ώρα. Πόσο γρήγορα πέρασε αυτό το μισάωρο! Θα βάλω το στίγμα στο χάρτη ακριβώς στις πέντε και θα σας κάνω σινιάλο με τον άλτη. Θα σας πάρω μετά ξανά τηλέφωνο, να μάθω αν με είδατε.

    «Σε είδαμε μπαμπά. Πολύ μεγάλο ήταν το πλοίο σου, αλλά γιατί δεν σταμάτησες; Δεν με άκουσες που σου είπα ότι θέλω να σου πω ένα μυστικό». « Θα του το πεις σαν έρθει Μαρουσάκι. Θα γυρίσεις γρήγορα μπαμπά, έτσι δεν είναι; Κρίμα που δεν έχουμε κι εμείς ένα τέτοιο φακό, να σου στέλναμε με σήματα την αγάπη μας και πολλά φιλιά!». Ναι Λιάνα μου, θα γυρίσω γρήγορα. Πολύ γρήγορα. Να αγαπάς την αδελφούλα σου και να ακούς τη μανούλα. «Μπαμπά μ’ ακούς; Έμαθα να κάνω μπάνιο και θέλω μαζί σου, να κάνω και βουτιές. Αυτό ήταν το μυστικό μου και θέλω να γυρίσεις γρήγορα. Πριν τελειώσει το καλοκαίρι!» «Καλό ταξίδι αγαπημένε μου και μη στεναχωριέσαι. Λίγος καιρός έμεινε ακόμα. Να προσέχεις τον εαυτόν σου και να μη στεναχωριέσαι. Σ’ αγαπούμε πολύ και σε περιμένουμε».  

    Στις πέντε και μισή ήμασταν δίπλα από την Ντία. Το ταξίδι συνεχιζόταν και το χωριό με τους φίλους, το σπίτι με τα αγαπημένα μου πρόσωπα έμεναν πίσω. Ο χρόνος άρχισα ξανά να περνά αργά και δύσκολα. Στις έξι ανέβηκε ο καπετάνιος στη Γέφυρα και το καράβι των Μινωικών πέρασε ανοικτά από τη πλώρη μας με ρότα για Ηράκλειο. Πιο πίσω ακολουθούσε της ΑΝΕΚ. Αυτό θα περνούσε από την πρύμνη μας κι ο καπετάνιος που δεν του άρεσαν τα κροσαρίσματα, ήπιε ήρεμος τον καφέ του κοιτάζοντας τα φωτά της στεριάς που σιγά σιγά έσβηναν κι άφηναν τον ήλιο που ανέτειλε να κάνει τη δουλειά τους.

     Μας έχει κουράσει η πολυήμερη μοναξιά των ταξιδιών, η απεραντοσύνη του ωκεανού, με τις φουρτούνες του συχνά και το μονότονο γαλάζιο του και κάθε φορά που στα ταξίδια μας θα πλησιάσουμε στεριά χαιρόμαστε οι Ναυτικοί. Ακόμη και η πιο αφιλόξενη ακτή, ή και μόνο ένας φάρος σ’ ένα ακατοίκητο νησί στη μέση του πελάγους, μας δίνουν κουράγιο και συνεχίζουμε το ταξίδι. Τίποτα από όλα αυτά δεν νοιώθω τώρα, που συνεχίζω να κοιτάζω το νησί μου κι όλο μακραίνω κι όλο το χάνω. Έφθασα κοντά στη βρύση. Διψούσα πολύ, αλλά νερό δεν ήπια. Ένα φιλί και μια αγκαλιά δεν έδωσα, σ’ όσους το πρόσμεναν.

     - Γνωρίζω κι εγώ από πρώτο χέρι τι σκέψεις που σε βασανίζουν Κωνσταντή. Από την Άνδρο είμαι και ξέρεις πόσες φορές περνάμε από το στενό του Καφηρέα8. Δεν συνηθίζονται ορισμένα πράγματα τα άτιμα, αλλά εμείς ή ήμαστε πολύ δυνατοί ή ξεχασιάρηδες περισσότερο από το πρέπον. Αν θέλεις πάρε τηλέφωνο τον καμαρότο να μας φέρει δυο καφέδες και θα σου κάνω παρέα να περάσει η βάρδια σου.   

    - Εντάξει καπετάνιε! Τον θέλω κι εγώ και σ’ ευχαριστώ.

    - Χάρηκα πολύ αφού ξεμπερδέψαμε με τους Ισραηλίτες. Ένοιωθα πολύ άσχημα να μας παρακολουθούν με τα πολεμικά τους, σαν να ήμαστε εχθροί και συνέχεια σκεφτόμουν τους καημένους τους Παλαιστίνιους. Που την βρίσκουν τόση δύναμη κι αντέχουν τόσα χρόνια στη Γάζα, που είναι μια μεγάλη φυλακή. Λίγο έλλειψε να τσακωθούμε με τον παραλήπτη του φορτίου, όταν τον ρώτησα αν νομίζει ότι κάποια μέρα πρέπει να τελειώσει αυτή η κατάσταση. Όλο το άδικο το έριξε στους Παλαιστίνιους και στα παιδιά τους ακόμη. «Εμένα τα δικά μου παιδιά πάνε σχολείο και τα δικά τους, μας πετροβολούν με τι σφενδόνες». Τα δικά σας έχουν σχολεία του απάντησα, μα τα άλλα δεν έχουν του απάντησα και τότε νευρίασε πολύ. Μέχρι που αναχωρήσαμε δεν ανταλλάξαμε κουβέντα. Μέχρι να υπογράψει την παραλαβή του φορτίου και να σαλπάρουμε, φοβόμουν μήπως θα είχαμε μπλεξίματα, αλλά το άδικο με έπνιγε.

   - Αυτό το άδικο με έπνιγε και μένα καπετάνιε. Κι έξω που βγήκα, καλλίτερα θα ήταν να μην έβγαινα. Περισσότερο στεναχωρήθηκα παρά που χάρηκα τη χαρά της εξόδου.

   - Ήμαστε ξεχασιάρηδες όπως σου είπα. Σαν πιάσουμε Brindisi  θα σου κάνω το τραπέζι. Θα ποιούμε και καλό Ιταλικό κρασί και θα ξεχάσουμε ότι θα θέλαμε να ξεχάσουμε. Έτσι μπορούμε και συνεχίζουμε τα ταξίδια καπετάν Κωνσταντή και το επόμενο είναι λογκάδο. Πριν λίγο ήρθε το μαντάτο. Μόντρεαλ θα πάμε κι ο Ατλαντικός μας περιμένει.

   - Μου έλλειψε ο ωκεανός και δεν το κρύβω καπετάνιε!

                   Γλωσσάρι

 1 :  Κροσάρω           = διασταυρώνω τη πορεία του σκάφους μου, με εκείνη κάποιου άλλου.

 2 :  Ποστάλια           = επιβατηγά πλοία

 3 :  “Πιάσαμε”          = εντοπίσαμε

 4 :  βαρδιόλα           = το φτερό δίπλα από τη Γέφυρα του πλοίου

 5 :  κουμπάσο          = ναυτικός διαβήτης

 6 :  άλτης                  = φωτεινός σηματοδότης

 7 :  σκάντζα βάρδια  = αλλαγή βάρδια

 8 :  Καφηρέα             = είναι το θαλασσινό στενό μεταξύ Άνδρου και Εύβοιας

                                                                    

                                                                         Ιούνιος 2004 

Φωτογραφία από Randar της βάρδιας εκείνης



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ατιτλο 11

  Κάτω από τη φυλλωσιά , του γέρο πλάτανου, σμίγοντας τα όνειρα μας, χτίζαμε το Μέλλον. Ήταν ανθρώπινα, ζεστά και σαν το μπόι ...