Η στέρηση του Ναύτη

 

Στα πέλαγα τον ναυτικό, δεν τον ‘ναι πιάνει ζάλη,

μα της γυναίκας η στέρηση, του ‘ναι πολύ μεγάλη.

Κοιμάται κι ονειρεύεται, ξυπνά και συλλογιέται,

με φαντασία ότι ποθεί σκέφτεται και ξεχνιέται.

Το λιόγερμα είναι ο ήλιος του και την αυγή δροσιά.

Στα όνειρα του γίνεται, στα πέλαγα φωτιά.

Μετρά τα άστρα του ουρανού και βλέπει το φεγγάρι

κι ο πόθος αχαλίνωτος , ύπνος που να τον πάρει.

Πότε κοιμάται με ξανθιά, ξυπνάει με μια μαύρη,

η φαντασία στο όνειρο, του Ναύτη, όλο σαλπάρει.

Η φαντασία στο όνειρο, ποτέ της δεν τελειώνει,

τον λογισμό του Ναυτικού, στον ουρανό σηκώνει..

Σε τόπους αταξίδευτους, νύχτες τον ταξιδεύει

και με σπασμένο μπούσουλα, ότι ποθεί γυρεύει.

Ζωή του στέρησες πολλά, δεν σου χρωστάει χάρη,

σαν Διογένης απαιτεί, το φως του, στο πιθάρι.

,,,,…..,,,,…..,,,,,…..,,,,,…..,,,,,,…….,,,,,,,……,,,,,,…..

Αυτές οι σκέψεις βρέθηκαν, μέσα σε ένα μπουκάλι,

Σε αφρικάνικη ακτή, κάπου στη Σενεγάλη.

Πέρασαν χρόνια πολλά, μα ήταν σφραγισμένο,

μπορούσε όμως και χθες, να ήτανε γραμμένο.

Ο συγγραφέας θέλησε, ανώνυμος να μείνει,

όμως τον πόθο ζωντανό, μες στο μπουκάλι αφήνει.

Μπορεί όταν το έγραφε, να ήταν μεθυσμένος,

μπορεί να είχε πυρετό, ή και βαλαντωμένος.

Ίσως να ήταν ναυαγός, σε έρημο ξερονήσι,

μα θα ‘χε μήνες αρκετούς, γυναίκα να φιλήσει.



10 Φλεβάρη 2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άτιτλο 14

                Άτιτλο 14   Μεσάνυχτα στη κουπαστή, κάλμα η θάλασσα, γυαλί. Έχει η Σελήνη εραστή, τον βρήκε στην Ανατολή. Μεσάνυ...