Όταν έφυγε ο Μίκης

 

Χίλια μίλια ταξίδευα από τη ποιο αφιλόξενη ακτή και ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Στη μέση του Ατλαντικού και ο Ποσειδώνας ήταν στα κέφια του. Κόντρα στο καιρό οι Ναύτες, δούλευαν στα αμπάρια. Στο λιμάνι φόρτωσης έπρεπε να είναι έτοιμα και καθαρά για φόρτωση.

Έχω το λόγο μου που θυμήθηκα τα περασμένα και μη με διακόψεις σε παρακαλώ, μου είπε στο νυχτερινό τηλεφώνημα ο παλιός μου φίλος. Ξέρω πως έχασες τον μουσικό σου φίλο, ξέρω πως και τώρα ταξιδεύεις ακούγοντας τα αγαπημένα σου τραγούδια, τα τραγούδια του φίλου σου του Μίκη. Άκουσε και τη δική μου ιστορία, δέξου την σαν ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στη μνήμη του. Εκεί στο μεσοπέλαγος λοιπόν, στη βάρδια 12 – 4 και μόνος μου στη Γέφυρα, ξεχνούσα τη μοναξιά, το φόβο και το κίνδυνο, σιγοτραγουδώντας το τραγούδι που εσύ μου είχες μάθει. Βράχο – βράχο το καημό μας και με πατήματα της γάτας, μπήκε στη Γέφυρα ο καπετάνιος. Να ετοιμαστείς να ξεμπαρκάρεις στο λιμάνι άφιξης μου είπε. Εδώ ο κόσμος χάνεται και εσύ τραγουδάς, χτυπώντας το χέρι του με δύναμη πάνω στο plotting, την ώρα που σημείωνα το στίγμα της αστρονομικής παρατήρησης. Ρούφηξε λαίμαργα το καπνό από το τσιμπούκι του και κλείνοντας βάναυσα τη πόρτα του chartet room, εγκατέλειψε τη Γέφυρα. Τέλειωσα τη βάρδια μου, με βαργιά καρδιά και καημό μεγάλο. Είχα ανάγκη να δουλέψω και όνειρα να ανοίξω, σαν νιόπαντρος το σπίτι μου. Είχα και τη γυναίκα μου μαζί, σε εκείνο το ταξίδι, στο ταξίδι του μέλιτος. Με γκρεμισμένα τα όνειρα μας,, θα χωρούσαν σε μια βαλίτσα του ξέμπαρκου. Λυπημένο με είδε ο Γιώργης, ο Ναύτης από τη Πάρο και με ρώτησε φιλικά τι μου συμβαίνει. Το πρόβλημα μου, να το φορτώσω και σε άλλους δεν ήθελα και αρνήθηκα την αλήθεια να του πω. Αν δεν πεις τον πόνο σου, πως θα τον ελαφρώσεις επέμενε και τότε του εξιστόρησα την ανάγκη μου για δουλειά και την απόφαση του άρχοντα καπετάνιου. Σκατά στα μούτρα του μου είπε και έφυγε. Σε δυο λεπτά γύρισε με ένα μπουκάλι ουίσκι και μια κασέτα στο χέρι. Μη στεναχωριέσαι μου είπε, δεν θα είναι δικός του πάντα ο καιρός. Με κέρασε, με αγκάλιασε και το μαγνητόφωνο άρχισε να παίζει, στη Δραπετσώνα κι εμείς θα ζήσουμε κι ας ήμαστε φτωχοί. Μαζεύτηκε όλο το τσούρμο. Οι Λαδάδες από τη μηχανή. Ο Λοστρόμος και οι Ναύτες. Ο Μάγειρας κι οι καμαρότοι. Οι Μηχανικοί κι ο Υποπλοίαρχος. Τραγουδήσαμε όλοι τη Δραπετσώνα. Πήραμε δύναμη και νικήσαμε. Ο Υποπλοίαρχος ανακοίνωσε στον καπετάνιο την απόφαση μας. Αν διώξεις τον Ανθυποπλοίαρχο, όλοι μαζί θα φύγουμε. Νικήσαμε το φόβο με τη βοήθεια του Μίκη και φυσικά του Λειβαδίτη που έγραψε τους στίχους.

Αργότερα συγχώρεσα και τον καπετάνιο, σαν έμαθα ότι είχε μείνει για πολύ καιρό μονάχος σε ένα τορπιλισμένο πλοίο, στο πόλεμο Ινδίας – Πακιστάν. Εκτός από το θάνατο αφήνει και κουσούρια ο πόλεμος φίλε. Αυτά ήθελα να σου πω. Αυτό είναι το δικό μου μνημόσυνο στη μνήμη του Αθάνατου. Στη Δύναμη της μουσικής και του στίχου. Στη Δύναμη του Δίκιου. Με συγχωρείς που διέκοψα τη θλίψη σου, μα κι αυτή γίνεται δύναμη με τις νότες που σκοπεύουν το αύριο του μέλλοντος μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τεολευταία πεθυμιά

  Συνταξιούχος μπάρκαρα ,σε φορτηγό καράβι, μα με κρατούσαν στη στεριά, δεμένο σάπιοι κάβοι. Κρίμα δεν έχω   δύναμη, τους κάβους για να ...