Ταξιδεύοντας με μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία.

 

              

     Χάιδεψα τις ρυτίδες στο μέτωπο μου κοιτάζοντας  την ασπρόμαυρη φωτογραφία. Ξεχασμένες μνήμες, ζωντανεύουν. Γεγονότα περασμένα, φρεσκάρονται. Παλιές ιστορίες, ξαναπαίρνουν τη θέση τους, στην ιστορική μας διαδρομή. Μια φωτογραφία λειτουργεί σαν μια παλιά ταινία και μας ταξιδεύει στα περασμένα. Βάζει μπροστά τη μηχανή της μνήμης και ταξιδεύεις ανάποδα, προς το παρελθόν. Ήμουν νέος τότε και πρωτόμπαρκος σε τούτο το καράβι. Πως πέρασαν τα χρόνια και τώρα είμαι συνταξιούχος, «λόγω γήρατος».

    Ο λοστρόμος  ο μάστρο Ανδρέας. Ήταν μεσήλικας και φωνακλάς. Στιγμιαία τρόμαξα, μόνο που τον θυμήθηκα κοιτάζοντας και ξεσκονίζοντας τη παλιά φωτογραφία. Ήρθε ολοζώντανος, ξερακιανός όπως ήταν στη μνήμη μου. Έτοιμος να μου δώσει εντολές. Πήγαινε πλώρα, κάνε τούτο, πήγαινα στη πρύμη, κάνε το άλλο. “Το ψωμί της θάλασσας είναι αρμυρό και βγαίνει δύσκολα μικρέ”, τον άκουσα να μου φωνάζει με τη βραχνή από τα τσιγάρα φωνή του. Μόνο που δεν προσπάθησα να κρυφτώ όπως τότε, που ήμουν το παιδί για όλες τις δουλειές και αποδέχτης στο κάθε του ξέσπασμα.

    Η φουρτουνιασμένη θάλασσα, η μοναξιά των ταξιδιών, η δουλειά που πρέπει να γίνει στην ώρα της, ο κίνδυνος που ελλοχεύει και η δαμόκλειος σπάθα των εφοπλιστών που δεν συγχωρούν λάθη, κάνουν συχνά να φαίνονται σκληροί οι άνθρωποι της θάλασσας. Έτσι κι εσύ μάστρο Ανδρέα, φορούσες τη μάσκα του σκληρού, αλλά κατά βάθος, προσπαθούσες να κρύψεις την αλήθεια και την αθώα σου καρδιά, κάτω από αυτή τη ψεύτικη μάσκα της ανάγκης. Δεν ήσουν κακός αφού μετά το σχόλασμα συνήθιζες να κάθεσαι στη πρύμη και να αγναντεύεις το απέραντο πέλαγος και να ονειρεύεσαι ότι σου λείπει. Κοίταζες με το έμπειρο μάτι σου, τα άρμενα του πλοίου και προγραμμάτιζες τις δουλειές της επόμενης μέρας. Αυτό σου έμαθαν να κάνεις. Αυτό έκανες. Το κέρδος όλων μας, οι ρυτίδες. Συγχώρα με, που σε μίσησα. Ήμουν μικρός και δεν ήξερα. Με το χρόνο μαθαίνεις κάποιος, αν θέλει να μάθει. 

    Πέντε αμπάρια, μπουτόνια, μουσαμάδες, μπίγες, ήθελαν την επίβλεψη τους. Ήταν «βαρύ» και δύσκολο καράβι, όπως τα περισσότερα εκείνης της εποχής και είχες εσύ λοστρόμε την ευθύνη. Διακρίνω καθαρά στη φωτογραφία, το σινιάλο στη τζιμινιέρα και το όνομα του στη πλώρη, “ΕΛΛΗΝ”. Στο βάθος ξεχωρίζουν οι ακτές της Αντοφαγκάστα. Είχε κάνει καλή δουλειά ο Χιλιανός φωτογράφος και τώρα δεν μετανιώνω τα δέκα εσκούδος, που είχα δώσει για να την αγοράσω. Μετά την εκφόρτωση, αναχωρήσαμε από το λιμάνι της Χιλής και πριν περάσουν δυο μέρες, η Χούντα του Πινοσέτ, σκότωσε τον Αλιέντε.

    Το “ΕΛΛΗΝ” είναι το καμάρι μας. Το καμάρι και σημαιοφόρος της πατρίδος μας, στα πέλαγα και στα λιμάνια του κόσμου, έλεγε και ξανά έλεγε ο καπετάνιος. Μπέρδευε τη δουλειά με τον πατριωτισμό και η δουλειά γινόταν, χωρίς έξτρα και περίσσια έξοδα. Ήταν Χούντα και στην Ελλάδα τα χρόνια εκείνα και ο “πατριωτισμός” ήταν υποχρεωτικός. το παλιό βαπόρι, έμοιαζε καινούργιο από μακριά. Ματσακόνια και μπογιές καλλώπιζαν το παλιό σκαρί, όπως το μακιγιάζ τις ξεπεσμένες κοκέτες στα λιμάνια.  Ο καπετάνιος έδινε εντολές και καμάρωνε, ο λοστρόμος εκτελούσε κι αγρίευε και το τσούρμο υπάκουε από τον φόβο πλανιόταν στη κουβέρτα.

   Πέρασα πολλούς μήνες μαζί σου λοστρόμε σε τούτο το καράβι, που κρατώ τώρα στα χέρια μου, που τρέμουν από τα γηρατειά και ίσως από συγκίνηση. Εσύ γερνούσες από τότε κι εγώ μεγάλωνα. Με τον καιρό έπαψα να σε φοβάμαι και μαζί ταξιδέψαμε σε όλα σχεδόν τα πέλαγα του κόσμου. Μαζί περάσαμε φουρτούνες και μπουνάτσες. Μαζί περπατήσαμε σε κακόφημα σοκάκια λιμανιών. Θυμάσαι μάστρο Ανδρέα?  Μαζί κάναμε και το πιο λογκάδο μας ταξίδι.

    Σαν τώρα το θυμάμαι και νοιώθω την ανάγκη να το ταξιδέψω ξανά, χωρίς χάρτες και μπούσουλες. Αν θέλεις έλα να το ταξιδεύουμε μαζί, σαν και τότε. Ας είναι καλά ο πλανόδιος φωτογράφος στη μακρινή Χιλή και η φωτογραφία του, που σαν Ποσειδώνας ταρακούνησε των ταξιδιών τις  μνήμες μου και είμαι έτοιμος να αμολήσω κάβους για να σαλπάρω. Βίρα  τις άγκυρες τις σκουριασμένες μάστρο Ανδρέα. Θα ξεσκουριάσουν με το βίρα και ο καιρός είναι καλός.

    Φορτώσαμε στάρι στη Νέα Ορλεάνη. Το “ΕΛΛΗΝ” καθόταν στα θολά νερά του Μισισιπή και η μπάλα πλησίαζε στο επιτρεπτό όριο φόρτωσης. Πολλές χιλιάδες μίλια το ταξίδι, για να φθάσουμε στην Ινδία. Τα απαραίτητα καύσιμα, πολλοί τόνοι. Αδύνατον να πάρουμε τα απαραίτητα για το ταξίδι καύσιμα και το υπόλοιπο φορτίο μαζί. Η γραμμή φόρτωσης δεν το επέτρεπε και το coast guard, δεν θα έδινε άδεια απόπλου. Το ναύλο πήγαινε με τον τόνο και τα λεφτά που θα χάνονταν ήταν πολλά. Ο καλός ο καπετάνιος δεν φαίνεται μόνο στις φουρτούνες της θάλασσας μα και στων λιμανιών τις δυσκολίες. Έχει και «ειδικούς» που στα δύσκολα βοηθούν κι από τη στεριά.  Θα «έσπαζαν» το μεγάλο ταξίδι, σε τέσσερα ενδιάμεσα λιμάνια πετρέλευσης. Με λιγότερα καύσιμα θα παίρναμε όλο το φορτίο και η μπάλα δεν θα είχε «πατηθεί».Ικανοποιημένος ο καραβοκύρης, χαρούμενο το τσούρμο που θα πιάναμε τα ενδιάμεσα λιμάνια και σύμφωνα με τους κανονισμούς οι Αρχές έδωσαν άδεια απόπλου και σαλπάραμε.

    Με το ρεύμα του ποταμού να βοηθάει, αφήσαμε γρήγορα πίσω μας την Νέα Ορλεάνη με τις χονδρές και τα κουνούπια του Μισισιπή. Βγήκαμε από το δέλτα του ποταμού και τα νερά της θάλασσας έπαιρναν το φυσικό τους χρώμα. Το βαθύ σκούρο μπλε. Περάσαμε το Youkatan channel και η Καραϊβική ήταν καλοσυνάτη .Η χαρά σου λοστρόμε, γιατί δουλεύουμε χωρίς προβλήματα στη κουβέρτα κι όταν τελειώναμε τη δουλειά, κάναμε όνειρα για τα ενδιάμεσα λιμάνια και υπολογίζαμε τα λίγα χρήματα, που μας είχαν απομείνει από την  Bourbon Street. Απρόβλεπτα έξοδα, αλλά πως να πεις όχι στην Antiqua, στο Recife και στο Cape Town ή και στο Colombo ακόμα?

   Νύχτα φθάσαμε στο πρώτο στη σειρά λιμάνι, στην Antiqua. Όσοι δεν είχαμε δουλειά, σαν τα ποντίκια όταν βουλιάζει το καράβι, βρεθήκαμε να ψάχνουμε χαρές του λιμανιού. Οι άλλοι πήραν τα καύσιμα και η μπάλα πάτησε κι ας ήταν φρεσκοβαμμένη και ευδιάκριτη. Ο χρόνος είναι χρήμα και τα υπόλοιπα λιμάνια διαγράφτηκαν από το πρόγραμμα. Οι περισσότεροι από το πλήρωμα δεν γνωρίζαμε από γραμμή φόρτωσης, ούτε από Summer or Winder draught. Εμείς λυπηθήκαμε που χάσαμε το Recife και τις λίγες ώρες Βραζιλιάνικης ξενοιασιάς. Όσοι ήξεραν, δεν αντέδρασαν και το “ΕΛΛΗΝ” αγκομαχώντας συνέχιζε το ταξίδι, που έγινε ξανά λογκάδο και χωρίς σταματημό. Η ζέστη γινόταν ανυπόφορη, όσο πλησιάζαμε στον Ισημερινό.

     Με χαμένο το κουράγιο, τη μέρα ψηνόμαστε και τη νύχτα, πάνω στους μουσαμάδες των αμπαριών μαζεύαμε τη δροσιά των τροπικών και υγρασία που έφθανε μέχρι στο κόκαλο. Με ιστορίες διάφορες και των λιμανιών θύμησες, καρτερούσαμε τον ύπνο να μας ξεκουράσει. Το ξημέρωμα έρχεται πολύ νωρίς στα τροπικά και έπρεπε να κλείσουμε κάποιες ώρες στα μάτια από ανάγκη. Πάνω στα σανίδια και κάτω από τον έναστρο ουρανό, κοιτούσαμε το άστρο του Νοτιά και με όνειρα ταξιδεύαμε. Οι ναυτικοί ονειρευόμαστε και ξύπνοι, αφού δεν μπορούμε κάτι άλλο να κάνουμε.

    Αργά, βαρετά συνεχίζεται το ταξίδι. Η δουλειά δεν σταματάει ποτέ. Το ματσακόνι και το βάψιμο της λαμαρίνας, ποτέ δεν τελειώνει. Στις πιο σκουριασμένες λαμαρίνες κάναμε ψαρόλαδο, που μύριζε μπαγιάτικο ψάρι και όσοι δεν άντεχαν στη ψαρίλα, ακουμπούσαν στα ρέλια και έκαναν εμετό. Αυτούς πλησίαζες ο λοστρόμε και έδειχνες την καλοσύνη σου. Τους χτυπούσες στη πλάτη και τους έστελνες να βάλουν λίγο νερό στο στόμα τους. Είχες ζήσει στο πετσί σου αυτή την μπόχα και δεν μπορούσες να την ξεχάσεις. «Όλα τα συνηθίζει ο άνθρωπος, εκτός από τη μπόχα του ψαρόλαδου», θυμάμαι που μου είπε κάποια μέρα. Δεν ήσουν τόσο σκληρός όσο ήθελες να φαίνεσαι, εκτελώντας τις εντολές του καπετάνιου.

     Ένα βράδυ καθώς προσπαθούσα να αποκοιμηθώ, μετρούσα τα αστέρια στον ανέφαλο  ουρανό, για να κουραστώ και να αποκοιμηθώ.  «Μπορώ να ξαπλώσω εδώ κοντά σου?» με ρώτησε πλησιάζοντας ο καινούργιος Λαδάς, ο Νικόλας. Είχε μπαρκάρει μόλις λίγες ώρες πριν αναχωρήσουμε από  την Νέα Ορλεάνη και δεν είχα προλάβει να τον γνωρίσω καλά καλά. Στη μηχανή αυτός, στη κουβέρτα εγώ. Αν συναντιόμαστε στους στενούς αλουέδες, κάναμε χώρο ο ένας στον άλλον για να περάσει. Ήταν και μεγαλύτερος από μένα, πιο γεροδεμένος και με μεγάλο πλούσιο μουστάκι. Είχε πάντα το πουκάμισο ξεκούμπωτο και ένα κόμπο στο ύψος της μέσης του. Ήταν λιγομίλητος και έδειχνε βαρύς, σαν κι αυτούς που γνώρισα στη τρούμπα πριν μπαρκάρω. Με ρώτησε με ήρεμη φωνή, σαν παρακάλιο μου φάνηκε, αν μπορούσε να μοιραστούμε το χώρο δίπλα στο masthouse που είχα για κρεβάτι. «Αργεί εδώ να το χτυπήσει ο πρωϊνός ήλιος» δικαιολόγησε την επιθυμία του. Και να μην ήθελα, δεν είχα δικαίωμα να πω όχι. Το κρεβάτι ήταν για όλους και η κουβέρτα δεν είχε σύνορα.

    Την διαφορά ηλικίας την έκρυψε το σκοτάδι. Η ανάγκη να μη νιώθεις μόνος , έγινε κατανόηση. Το πεφταστέρι που έσβησε στη πλώρη, γέννησε την φιλία μας . Όταν δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα  οι άνθρωποι, εύκολα γίνονται φίλοι και από τα επόμενα βράδια ξαπλώναμε στο ίδιο το “κρεβάτι”, κάτω από τον έναστρο ουρανό, χωρίς μαξιλάρια, με δίχως σεντόνια και με τον ίδιο καημό. Τον βαπορίσιο. Της μοναξιάς και της στέρησης. Νοσταλγικά μου μιλούσε για την οικογένεια που του λείπει. Για τους γέρους γονείς και το νησί του. Ποτέ δεν τον διέκοψα και έδειχνε να το εκτιμά πολύ. Όταν ήθελε να πάρει μια ανάσα σταματούσε. Χάιδευε το μουστάκι του και κοιτούσε επίμονα ψηλά, σαν να έψαχνε στο θόλο του ουρανού, να ξεχωρίσει κάποιο αστέρι. Όταν κουραζόταν έριχνε μια ματιά στο πέλαγος και με το βλέμμα του χάιδευε τον παφλασμό των κυμάτων και ύστερα συνέχιζε την ιστορία του, χωρίς ποτέ να ξεχνά που την είχε αφήσει.

   « Είσαι μικρός», μου είπε μια από τις επόμενες βραδιές «και είναι σκληρή η ζωή της θάλασσας. Κι από την λαμαρίνα, ακόμα πιο σκληρή» και χτύπησε με την σφιγμένη του γροθιά την λαμαρίνα που πάνω της είχαμε ξαπλώσει. « Γιατί δεν την παρατάς ?»  Στη λάμψη του αστεριού που έπεφτε και πριν να σβήσει, πρόλαβα και είδα τον καημό στα μάτια του.

   « Έχει και η στεριά τα βάσανα και τις δυσκολίες της.Για τους φτωχούς, τα πράγματα είναι δύσκολα παντού. Και στη στεριά και στη θάλασσα, στις πολιτείες και στο νησί μου. Τράβα τον δρόμο σου. Ποιος είμαι εγώ που συμβουλεύω. Καλή μας νύχτα Κωσταντή».

    Γύρισε πλευρό και έτριξε η μπουκαπόρτα. Ξύπνησε τον ναύτη που κοιμόταν λίγο πιο πέρα και βλαστήμησε μέσα στον ύπνο του τρίβοντας τα αχαμνά του, που τον βασάνιζαν με τα τροπικά της εποχής.

    Κουρασμένος καθώς ήταν, αποκοιμήθηκε γρήγορα και άρχισε να ροχαλίζει σε ρυθμό μιας καλοδουλεμένης μηχανής. Εγώ έμεινα στην ίδια θέση και ανάσκελα κοιτούσα τα αστέρια που τρεμόσβηναν και άλλαζαν χρώματα, παίζοντας με το μαύρο χρώμα της νύχτας. Ήθελα να μη σκέφτομαι την προτροπή του φίλου μου. Με οδήγησε σε σταυροδρόμι και δεν ήξερα τι να διαλέξω.

     Θυμάσαι μάστρο Ανδρέα, τι με συμβούλεψες, όταν κάποια μέρα σου εξιστόρησα αυτή την ιστορία? Μη προσπαθείς να θυμηθείς. Μου έδωσες τη συμβουλή σου και την  ξέχασες. Εγώ όμως ακόμα την θυμάμαι. «Μη τον ακούς παλικάρι μου. Είναι ένας μπιτσικόμης από την Ικαρία. Δυο φορές την έχει κοπανήσει στην Αμερική και πάλι με τα βαπόρια ταξιδεύει. Έχω ξανά δουλέψει μαζί του και τον ξέρω, σαν κάλπικη δεκάρα. Μη σε παρασύρει σε στραβό δρόμο. Εσύ αξίζεις να γίνεις καπετάνιος κι αυτό θα κάνεις». Έτσι με συμβούλεψες, αλλά πίστεψε με, ακόμα και τώρα δεν ξέρω αν έκανα καλά που δεν ακολούθησα την προτροπή του. Έλα, μη στραβομουτσουνιάζεις. Πλάκα σου κάνω, για να είναι καλλίτερο το σημερινό μας ταξίδι.

     Ο καιρός ήταν καλός. Λιβανούδικος. Το καράβι, φορτωμένο με το περίσσιο στάρι και τα όνειρα του τσούρμου, έσχιζε τα ήρεμα νερά του Νότιοι Ατλαντικού. Τα απόνερα του έσβηναν απαλά απαλά, όπως σβήνουν τα ανεκπλήρωτα όνειρα. Το πρωί ένα κοπάδι από δελφίνια έπαιζε ανέμελα με την πλώρη και το λιόγερμα, ένας κόκκινος, κατακόκκινος ήλιος είχε ματώσει το πέλαγος στα δυτικά. Σημάδι πως πέρασε άλλη μια μέρα, με δίχως σκοπό. Τέλειωσε η δουλειά κι  έδινες όρντινα να σενιάρουμε μπογιές και όλα τα εργαλεία στη θέση τους. «Η νύχτα είναι γκαστρωμένη και  θέλω να κοιμηθώ ήσυχα», μας φώναζες γέρο φωνακλά. Αλήθεια τώρα σε ποιο ξεσπάς?  Με το τέλος των εντολών, κοιτούσες προς την Ανατολή. Έκανες τον σταυρό σου και ηρεμούσες.

    « Ε! Κωσταντή, μια μέρα λιγότερη για να πιάσουμε λιμάνι. Αγάντα και θα περάσουμε την λίνια και θα δροσίσει λιγάκι. Μας κούρασε το ταξίδι και η ζέστη», μου είπε ο Νικόλας δένοντας κόμπο το πουκάμισο του, που είχε λυθεί ανεβαίνοντας από το μηχανοστάσιο και μύριζε ιδρώτα και πετρέλαιο. «Θέλω να σου πω μια ιστορία πριν πάω για μπάνιο. Να κάνουμε ένα τσιγάρο και να ξεϊδρώσω και λιγάκι. Είχαμε πάθει και μια αβαρία και μου βγήκε η Παναγία. Δεν βλέπεις πως είμαι, λουσμένος στα λάδια και στα πετρέλαια?

    Λοιπόν κάποτε που ήμουν κι εγώ νέος σαν και σένα, προσπάθησα και στη στεριά να βρω την τύχη μου. Όχι στο νησί μου. Εκεί δεν υπήρχαν περιθώρια ούτε και ευκαιρίες. Την Ικαρία την αγαπώ, αλλά είναι μικρή, σαν βράχος πεταμένος μεσοπέλαγα. Θέλει, μα δεν μπορεί να μας θρέψει όλους. Έμεινα έξω, στην Αμερική, στο δεύτερο μου  μπάρκο, στην Βαλτιμόρη. Δούλεψα σε διάφορες δουλειές. Χόρτασα δουλειά πολύ και λίγο ψωμί. Δεν είχα χαρτιά κι ούτε γλώσσα γνώριζα.  Ο καλλίτερος άνθρωπος για εκμετάλλευση. Δικοί μας, Έλληνες εννοώ μα και ξένοι, δεν άφησαν την ευκαιρία να πάει χαμένη. Το αμερικάνικο όνειρο που άκουγα, είναι μια στημένη λεμονόκουπα. Μετά το στύψιμο ήρθε και το μπουζούριασμα. Σαν ένα πακέτο χαρτικά, με έστειλαν πίσω στην Ελλάδα Χωρίς να πάω στο νησί βρέθηκα να ταξιδεύω με άλλο βαπόρι. Σε τρεις μήνες πιάσαμε ξανά Αμερική. Στο New Jersey αυτή τη φορά. Έπρεπε να την πατήσω και δεύτερη φορά για να καταλάβω αυτό που μας μάθαινε ο μακαρίτης ο δάσκαλος στο σχολειό. Όποιος κάνει δυο φορές το ίδιο λάθος είναι βλάκας. Αλλιώς μας το έλεγε, αλλά πως να το μάθω. Εγώ από το σχολειό κοπάνες έκανα και στις βάρκες από μικρός πηδούσα. Είχα συντροφιά μου την ελπίδα και της νιότης το κουράγιο και την επιθυμία να στεριώσω στη στεριά. Χωρίς να το πολύ σκεφτώ, βρήκα δουλειά σε ένα μεγάλο εστιατόριο. Το αφεντικό ήταν Έλληνας και η δουλειά, να πλένω πιάτα. Με μισά Ελληνικά και μισά Αμερικάνικα, έτσι μιλούν οι πατριώτες μας εκεί, με οδήγησε στο πλυσταριό και μου εξήγησε τι και πως να το κάνω. Μη ξεχνάς Nick the time is many. Do you undenstand ?Κατάλαβες, όπως το λέτε στην Ελλάδα?  Από τα λάδια της μηχανής βρέθηκα ξαφνικά ανάμεσα σε λάντζες, σε στοίβες πιάτα, σαπουνάδες και σφουγγάρια.

    Λίγο πιο πέρα δούλευε σκυφτή χωρίς να παίρνει ανάσα, μια Νέγρα με ξυρισμένο το κεφάλι. Ούτε που γύρισε να με κοιτάξει. Όταν είδα άλλους τρεις Νέγρους να κουβαλάνε τα άπλυτα πιάτα, τα ποτήρια και τα άλλα χρειαζούμενα για το φαγοπότι, κατάλαβα ότι δεν προλάβαινε

    Ε! Nick, τι περιμένεις με τρόμαξε η φωνή του αφεντικού. Why no start? Και η φωνή του ήταν σκληρή και άγρια πολύ. Start! Επανέλαβε και τρόμαξε ακόμα και η Νέγρα που θα είχε συνηθίσει τις φωνές. Λίγο έλειψε να του .φύγει από το στόμα και η τσίχλα που αδιάκοπα μασούσε.

   Τι να κάνω αφεντικό? Να πλένεις Nick!

    Τι λες ρε μάστορα! Ούτε με βαριοπούλα να τα σπάσω δεν προλαβαίνω, Άντε γεια και ψάξε για άλλο σκλάβο. Δεν είμαι σίγουρος αν άκουσε τις τελευταίες λέξεις γιατί βρέθηκα σαν αστραπή έξω από την μεγάλη πόρτα του εστιατορίου. Πριν πάρω το δρόμο της επιστροφής στο λιμάνι, στάθηκα για λίγο απέναντι και κοιτούσα την φωτεινή επιγραφή που αναβόσβηνε. Greek Restorant Akropolis.

Το βαπόρι δεν είχε αποπλεύσει ακόμα και με ένα μικρό πρόστιμο για την κοπάνα μιας μέρας, συνέχισα να δουλεύω στα κάτεργα, μέχρι και σήμερα. Είχα συνηθίσει στην εκμετάλλευση των βαποριών, αλλά της στεριάς δεν την άντεχα. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Ξέχνα τη συμβουλή που σου έχω δώσει. Ζύγισε καλά τα πράγματα και αποφάσισε μόνος σου. Δεν θέλω να σε πάρω στο λαιμό μου. Η ζωή έχει παντού δυσκολίες. Σε στεριά και θάλασσα, το άδικο κερδίζει το δίκιο κι αυτό είναι που με πληγώνει. Μπορεί να φταίμε και οι αδικημένοι, που αν και ήμαστε οι περισσότεροι, σκύβουμε το κεφάλι και ο χορός, καλά κρατεί.  Πάω για μπάνιο τώρα και να με συμπαθείς αν σε κούρασα».

       Χωρίς να πάρει ανάσα και ούτε βρήκε χρόνο να χαϊδέψει όπως συνήθιζε το μουστάκι του, τράβηξε μια ρουφηξιά στο τσιγάρο και το πέταξε σαν σαίτα στο πέλαγος για να σβήσει.

      Την ξέρω την ιστορία σου Νικόλα και μ’ αρέσουν οι ιστορίες των παλιών Ναυτικών.

      «Πρόλαβε και σου την είπε ο ρουφιάνος, ο λοστρόμος. Αυτή τη δουλειά ξέρει να κάνει και να μαζεύει προίκα για τις κόρες του, ο φωνακλάς. Στο ράφι θα του μείνουν».

     Δεν ξέρω αν έκανα καλά που συνέχισα να τον ακούω και δεν θα έπρεπε ίσως να σου πω για την εκτίμηση που σου είχε. Συγνώμη σου ζητώ, αλλά σκέφθηκα, περασμένα – ξεχασμένα.

   - Μη νοιάζεσαι. Δεν τον ήθελα για γαμπρό και όταν μου ζήτησε να παντρευτεί τη μια μου κόρη, αρνήθηκα. Δικαιολογημένος ο θυμός του καπετάνιε και δικαιολογημένο το λάθος μου. Ο Νικόλας παράτησε τα βαπόρια και έγινε καραβοκύρης με ψαράδικα πολλά. Όλοι κάνουμε λάθη, μα πρόσεξε το καράβι που έρχεται αριστερά στη πλώρη μας.   

    Με ιστορίες αληθινές και ψεύτικες περνούσαν οι μονότονες μέρες του ταξιδιού. Η ενημέρωση λειψή τα χρόνια εκείνα στα καράβια και είχαμε ανάγκη να κρατήσουμε τη γλώσσα ζωντανή. Ο χρόνος αργόσυρτα κυλούσε, αλλά πέρασαν σαράντα δύο μέρες. Αποκαμωμένοι αγναντέψαμε τη στεριά της Ινδίας και πλησιάζοντας μυρίσαμε στεριανό αέρα και μπόχα λιμανιού. Χωρίς καθυστέρηση άρχισε η εκφόρτωση και το “ΕΛΛΗΝ” ανάσαινε. Βοήθησε και ο καλός καιρός και άντεξε το πολυήμερο ταξίδι. Φάνηκε και η πατημένη γραμμή φόρτωσης και όλα ήταν μια χαρά. Ο εφοπλιστής με τα κέρδη του και εμείς που φθάσαμε σώοι στη στεριά. Τα βράδια ξεχνούσαμε του ταξιδιού τις δυσκολίες στα φτωχικά μπαρ το λιμανιού. Μικρό λιμάνι το Vishakhapatnam, αλλά ότι μας έλλειπε, το βρίσκαμε.

    Ξεναγός μου ο Νικόλας, που είχε έρθει  με άλλα καράβια, πριν από χρόνια και ήξερε του λιμανιού τα κατατόπια. Cary μύριζε και φτώχεια έβλεπα παντού. Δυσκολεύτηκα να τρώω ρύζι με cary, με τα δάχτυλα, όπως το έτρωγαν τα κορίτσια που μας συντρόφευαν. Φτωχές κοπέλες, “πόρνες” από ανάγκη για επιβίωση, που τα έδιναν όλα για να μας ευχαριστήσουν και με περίσσια δουλοπρέπεια. Απομεινάρι της Βρετανικής αποικιοκρατίας, που δεν άρεσε στον φίλο μου.

    Μετά από κάποιες νύχτες ξενοιασιάς,, επιστρέφοντας ένα πρωί στο καράβι είχε αποφασίσει. Μέχρι εδώ και με παρέκει. Βγάλαμε τα μάτια μας, καλά ήταν τα κορίτσια, γεμίσαμε τις μπαταρίες, αλλά το πρόγραμμα τέλειωσε, όπως και η μπάγκα. Κάναμε ότι κάναμε, φάγαμε ότι φάγαμε. Αρκετά.  Έχω και σπίτι και κυρά και δυο παιδιά να θρέψω. Σήκωσε το μανίκι από το πουκάμισο και φάνηκε  στο γεροδεμένο μπράτσο του ένα φρέσκο χτυπημένο τατουάζ. Μια αντιγραφή μιας παλιάς οικογενειακής φωτογραφίας, αυτής που κρατούσε σαν φυλαχτό στο πέλαγος και μου τη  έδειχνε καμαρώνοντας στο ταξίδι. Οικογένεια Κ..... από κάτω έγραφε με καλλίγραμμα γράμματα.

    Πολλές φορές τον είχα δει στο πέλαγος στα επόμενα ταξίδια, να χαϊδεύει τρυφερά το αριστερό του μπράτσο, κοιτάζοντας στη μακρινή γραμμή του ορίζοντα.

   Τότε άρχισα να τον αποκαλώ Ζορμπά και καμάρωνε, σίγουρα χωρίς να ξέρει το γιατί και μόνο όταν έφθασε ο καιρός να ξεμπαρκάρω, στο πλατύσκαλο που με αποχαιρέτησε, γιατί με λες Ζορμπά ρε φίλε με ρώτησε. Με λίγα λόγια του εξήγησα και χαμογέλασε. Σημάδι πως συμφωνούσε μαζί μου.

    Μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία με ταξίδεψε. Την ξεσκόνισα και την έβαλα με προσοχή εκεί που της αξίζει. Στο φάκελο της Ιστορίας των Ναυτικών. Μια φωτογραφία και εσύ λοστρόμε στάθηκες η αφορμή, αλλά ο Νικόλας είχε τη χάρη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τεολευταία πεθυμιά

  Συνταξιούχος μπάρκαρα ,σε φορτηγό καράβι, μα με κρατούσαν στη στεριά, δεμένο σάπιοι κάβοι. Κρίμα δεν έχω   δύναμη, τους κάβους για να ...