Ανάλωσα τα χρόνια μου, σε μπάρκα φορτηγά.
Τον κόσμο βόλτες έφερα, σ’ Ανατολή και Δύση,
για να ‘βρω μάγισσα καλή, τα μάγια να μου λύσει.
Έψαχνα δίκιο για να βρω στ’ άδικο που με πνίγει.
Είχα τα μάτια μου κλειστά, τ’ αυτιά μου αμπαρωμένα
κι έψαχνα για τη μάγισσα, που ξέρει τα γραμμένα.
Την βρήκα σ’ ένα όνειρο σε νύχτα τροπική,
τότε που ο Ναύτης δύσκολα, στον ύπνο κλείνει μάτι,
μισόγυμνη και κάπνιζε χασίς, ανάθεμα τη.
Είχε τα χέρια της λερά, τα χείλια της βαμμένα ,
με χρώμα κατακόκκινο, σαν να ‘ταν ΄ναι φωτιά
κι έβγαζε απ’ τα στήθια της, της μοίρας τα χαρτιά.
Μάτι κακό σε μάτιασε, Σαββατογεννημένο.
Ασήμωσε για να σου πω, πια στράτα να διαλέξεις.
Είναι κουβάρι η ζωή ,μα συ θα την ξεμπλέξεις.
Τρόμο μεγάλο ένοιωσα , στης Μάγισσας τα λόγια,
μπορεί και μες στον ύπνο μου, να έβαλα φωνές
και με φλουριά της γέμιζα τις χούφτες τις κενές.
Αργά οι λέξεις με καπνό έβγαιναν απ’ τα χείλη.
Πάρε ασήμι και φλουριά και δίνε μου ελπίδες
και σαν ξυπνήσω το πρωί, μη πεις ότι με είδες.
Ντρέπεσαι Ναύτη, ντρέπεσαι κι είναι καλό σημάδι.
Εγώ δεν είμαι μάγισσα κι από χαρτιά δεν ξέρω,
μα ήρθα με το όνειρο, μήνυμα να σου φέρω.
Μέσα στα χέρια σου κρατάς της μοίρας σου τη τύχη.
Ξύπνα και δες κατάματα, τον ήλιο που ανατέλλει
και μη ξεχνάς πως τα’ άδικο, πόλεμο μόνο θέλει.
Ήρθε ντυμένη μάγισσα στ’ όνειρο η αλήθεια.
Με λόγια απλά κι ένα φιλί, το όνειρο πήρε χρώμα
κόκκινο, κατακόκκινο και κοκκινίζει ακόμα.
Ατλαντικός
16 Μάη 2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου