Ονείρου σαλπάρισμα

 

 

Στις πρύμνες των παλιών φορτηγών,

τα όνειρα ακολουθούνε τη προπέλα.

Χωρίς τις οδηγίες Πλοηγών,

λιμάνι πιάνουνε συχνά και στα μπουρδέλα

 

Με αμανέδες ξεγελούνε τους καημούς,

Ναύτες, Μηχανικοί, Καπεταναίοι.

Με όνειρα ταξιδεύουνε, σ’ έναστρους ουρανούς

και αστροναύτες όλοι, νοιώθουνε γενναίοι.

 

Πάνω σε κάβους και χονδρά σχοινιά,

τα μυστικά τους βγάζουνε στα φόρα.

Κάνει  ο Ναύτης παρατιμονιά,

όταν θυμάται, στο χωριό του, τη Θοδώρα.

 

Μαύροι-λευκοί και κίτρινοι καημοί,

όλοι δεμένοι σ’ ένα κόμπο.

Όταν αργούσε η στεριά για να φανεί,

ξεσπούνε όλοι στον Κολόμβο.

 

Σκληρή ζωή, δίχως χαρά κι ούτε φιλιά

κι οι πεθυμιές τους, στο λαιμό είναι θηλιά.

Όλοι μαζί σαλπάρουνε σε ρότες χωριστές

κι ελπίζανε να φθάσουνε, σ’ αγκάλες ανοιχτές.

                                          

 

                                   22 Μάρτη ‘94

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τεολευταία πεθυμιά

  Συνταξιούχος μπάρκαρα ,σε φορτηγό καράβι, μα με κρατούσαν στη στεριά, δεμένο σάπιοι κάβοι. Κρίμα δεν έχω   δύναμη, τους κάβους για να ...