Μια νύχτα
που ταξίδευα ανοιχτά απ’ την Αρίκα,
άκουσα μια
παράξενη, γεροντική φωνή.
Γλώσσα
μιλούσε άγνωστη που έμοιαζε των Ίνκα,
και για να
ακούω θα έκανε, τα χέρια του χωνί.
Ταξιδευτή τη
γλώσσα μου, δεν την καταλαβαίνεις,
μα κάνε λίγη
υπομονή κι όλα θα στα εξηγήσω.
Θα σου
κρατάω συντροφιά, στη costa που διαβαίνεις,
τα βάσανα
που πέρασα θέλω να μολογήσω.
Τους
πρόγονους μου λέγανε κάποτε Αίμάρα
και ζούσαν
ήσυχη ζωή, πριν τους κατακτητές.
Δεν ξέρω
γιατί οι Θεοί, τους δώσανε κατάρα,
και τους
εσκλάβωσαν παλιά, των Ίνκας μαχητές.
Αυτούς μετά
ακολούθησαν Ισπανοί κονκισταδόροι,
κι ύστερα
πόλεμοι πολλοί, με όλους τους γειτόνους.
Τη θάλασσα
μας χάσαμε και μείναμε στα όρη,
μα ακόμα κι
ως το σήμερα, τιμάμε τους προγόνους.
Ναύτη που με
υπομονή, μ’ άκουγες τόση ώρα,
στη Βολιβία
σε καλώ κι ότι έχω θα σου δώσω.
Τον Τσε κι
αν τον σκοτώσαμε, σε τούτη εδώ τη χώρα,
μα όρκο σου
δίνω, τον φονιά, εγώ θα τον σκοτώσω.
…………………………………………………………………………
Το χέρι μου
στον ουρανό, θέλω να ακουμπήσω,
από κορφή
των Άνδεων, τη Φύση να φιλήσω.
Κι αν δεν
έρθω στη Χώρα σου, η μουσική με φέρνει
κι η
φαντασία βοηθά, που όλο θαλασσοδέρνει.