Μεσοπέλαγα κι ο Ναύτης ονειρεύεται

                                      Μεσοπέλαγα κι ο Ναύτης ονειρεύεται

   Περασμένα μεσάνυχτα κι ο ύπνος δεν με παίρνει. Τρίζουν μονότονα οι μπουλμέδες και το σκαρί ζορίζεται. Μέρες κρατάει η φουρτούνα, Ιούλη μήνα στον Ινδικό. Ονειρεύομαι με τα μάτια ορθάνοικτα. Βλέπω την αγαπημένη μορφή σου  να παλεύει με τ’ αγριεμένα κύματα και προσπαθείς να ‘ρθεις κοντά μου. Αλλάζεις μορφές ονειρεμένη μου. Την μια είσαι η παραμυθένια γοργόνα μου και την άλλη στιγμή, είσαι ένα πανέμορφο θαλασσινό λουλούδι, που ανθίζει και μοσχοβολά το πέλαγος. Μου δίνεις δύναμη να  ζω και να ελπίζω. Με μακροβούτια κι απλωτές  ζυγώνεις σιμά μου. Απλώνω τα χέρια και σ’ αγγίζω. Σου χαϊδεύω τα βρεγμένα μαλλιά καθώς παλεύεις με το ανοικτό στόμα της θάλασσας. Νοιώθω ότι νοιώθεις. Την αλισάχνη να μου καίει τα χείλη κι ένα βουβό κύμα σε παίρνει μακριά μου. Σε ανεβάζει στην αφρισμένη κυματοκορφή κι αγκαλιάζεις τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Χαμογελάς στην ανταύγεια της ολόγιομης σελήνης που σε φωτίζει απαλά και ονειρεύομαι. Ζήλεψε η θάλασσα, των ματιών σου το χρώμα και πρασίνισε. «Περίμενε με στη βαρδιόλα. Εκεί θα σ’ ανταμώσω», μου φωνάζεις και συνεχίζω να ονειρεύομαι χαρούμενος κι ας λυσσομανάει το κύμα. Ο ουρανός είναι γεμάτος αστέρια κι ένα φεγγάρι ολόγιομο, σκύβει και με φιλά.

      Η συντροφιά σου στ’ όνειρο, χαρούμενη είναι νότα,

      μα  τ΄ όνειρο όμως δεν μπορεί, να αλλάξει και τη ρότα.

      Όνειρο ήταν κι έσβησε μες του γιαλού τα βάθη

      κι έμειναν πάνω στον αφρό του χωρισμού τα πάθη.

   Έτσι λένε συμβαίνει πάντα. Τα ευχάριστα περνάνε γρήγορα, ακόμα και στα όνειρα. Σαν τον καιρό όταν μπατάρει κι αγριεύει στα βόρεια πλάτη. Που πήγε το ανθισμένο χαμόγελο σου; Δέκα μαραμένα ανθάκια γιασεμιού κρέμονται στα χείλη σου. Όσοι κι οι μήνες του χωρισμού μας, που καρτερικά αγναντεύεις το πέλαγος. Μη προσπαθείς να κρύψεις ότι βλέπω. Φαίνεται καθαρά και στ’ όνειρο το δάκρυ, που προσπαθείς να κρύψεις, με την απαλάμη του δεξιού σου χεριού κι ας έχεις μάθει να αντέχεις του χωρισμού τα βάσανα. Κράτησε στη καρδιά σου την ελπίδα, σαν ακριβό πετράδι κρυμμένο στο σεντούκι, προσμένοντας τον γυρισμό.

      Το ίδιο πικρή, με την πικρή ζωή μου κι η ζωή σου

       μετρώ τις μέρες που έμειναν, για να βρεθώ μαζί σου.

       Είναι πολλές και δύσκολα στα τροπικά περνούνε,

       μα αντέχουνε στα δύσκολα, όσοι πολύ αγαπούνε.

   Εντάξει ρε! Σκάντζα βάρδια. Σκάντζα βάρδια! Σε άκουσα ρε, τι χτυπάς τόση ώρα και τόσο άγαρμπα τη πόρτα; Θα ξυπνήσεις όλο το τσούρμο. Ας ερχόσουν τουλάχιστον λίγο πιο νωρίς, πριν μπατάρει ο καιρός και πριν το όνειρο αλλάξει. Αχ! αυτή η βάρδια. Ούτε ένα όνειρο να δεις, με ησυχία δεν σε αφήνει.

    Θέλει λίγο ακόμη να ξημερώσει, εχει τελειώσει η μισή βάρδια κι εγώ μπάστακας στη βαρδιόλα έχω μείνει. Κοιτάζω προς τον ουρανό σαν να μετρώ με υπομονή, τα αμέτρητα του άστρα. Δεν μπορεί να μην έρθει, μου το υποσχέθηκε χωρίς δισταγμό  και με φωνή στεντόρεια. Πριν ξημερώσει θα έρθει να με βρει. Πάντα μου λέει την αλήθεια και ψέμα, ούτε στο όνειρο μας, δεν ξέρει τι θα πει.

    «Χάζεψες ρε Νικόλα! Τόση ώρα ακίνητος έχεις μείνει και σαν νεραϊδοπαρμένος κοιτάζεις και  κουβεντιάζεις με τα αστέρια. Πες μου τουλάχιστο τι λέτε και τι χαμπάρια, από του ουρανού το βιλαέτι», μου είπε ο γραμματικός την ώρα που έσκαγε μύτη ο ήλιος και ήθελε να πάρει τη παραλλαγή της πυξίδας κατά την Αληθή Ανατολή του ήλιου όπως λένε οι καπεταναίοι.

      Άδικα προσμένω….., πήγα να του απαντήσω και κρατήθηκα τη τελευταία στιγμή κοιτάζοντας τα απόνερα που άφηνε η προπέλα και χανόντουσαν σε λίγα μέτρα.

Έτσι όπως σβήνουν και χάνονται και τα όνειρα. Πιστεύεις στα όνειρα καπετάν Γιάννη, αντί να απαντήσω τον ρώτησα. «Άσε με ρε πρωί – πρωί, νευριασμένος με αποπήρε. Σαν καπετάνιος προς ναύτη. Κάποιο ξαφνικό σύννεφο του είχε κρύψει τον ήλιο κι έμεινε η πυξίδα αδιόρθωτη, τον νευρίασε.  Όταν έβαλε με την δέουσα προσοχή τον εξάντα στη θέση του, ήρεμος πια μου απάντησε. «Όταν ήμουν κι εγώ νέος σαν και σένα, πίστευα στα όμορφα. Τώρα που γέρασα, ούτε στα όμορφά κι ούτε στα άσχημα όνειρα πιστεύω. Εσύ είσαι νέος κι έχεις καιρό μπροστά σου. Πίστευε ότι θέλεις και ακολούθα το δρόμο της καρδιάς σου».

     Να είσαι καλά καπετάν Γιάννη. Άκουσα τη συμβουλή σου και δεν μετάνιωσα ποτέ!

 

                                                                                        7 Ιούλη 2024

Άτιτλο 26

 

                          Άτιτλο 26

 

Μ’ άρεσε και γυρνούσα στα παλαιοπωλεία

και με τους παλαιοπώλες, είχα συνομιλία.

Δεν έχασα, ούτε έψαχνα κάτι παλιό να βρω,

τα τωρινά ξεχνούσα, μες στον παλιό καιρό.

Στα μικρά παλαιοπωλεία, περασμένες εποχές,

ξεχασμένες ιστορίες, ξεφτισμένες ενοχές.

Σκονισμένα τα βιβλία και του Κάλβου οι ωδές,

μια λατέρνα στη γωνία, με ξεκούρδιστες χορδές.

Στα μικρά παλαιοπωλεία, γυροφέρνει η ιστορία,

λυπημένη και ρωτάει, γιατί τόση αδιαφορία?.

Ο φωνόγραφος δεν παίζει κι όλα γύρω σιωπηλά,

μια θαμπή φωτογραφία, σ’ άλλη γλώσσα σου μιλά.

Νοιώθω ξένος, δεν θυμάμαι, μα που είμαι τελικά?.

Ξεχασμένες ιστορίες είναι αυτά τα υλικά.

 

                                                    21 Οκτώβρη 2000.

Στου φεγγαριού τη ρότα