Ταξίδι με φορτηγό πλοίο την δεκαετία του ΄90



     Τεμπέλικα κυλούσε  προς το λιόγερμα ο ήλιος. Σήμερα θάλασσα και ουρανός είχαν  κέφι και ζωγράφιζαν το πιο όμορφο λιόγερμα, στον καμβά της φύσης. Με το έντονο πορφυρό του χρώμα ο ήλιος, κέρδιζε τη μάχη των χρωμάτων. Η αποχρώσεις του κόκκινου, δέσποζαν στην απεραντοσύνη του ωκεανού και στις καρδιές των ναυτικών, που επιμένουν να λαχταρούν και να ελπίζουν. Σε λίγα λεπτά θα τελειώσει και το σημερινό του δρομολόι, Ανατολή – Δύση. Είχε κάνει καλά και σήμερα τη δουλειά του. Θα συνεχίσει το ταξίδι του σε άλλα μέρη, να ζεστάνει κι αλλού, ανθρώπους και φύση και θα μας ξανάρθει το επόμενο ξημέρωμα. Να δώσει το σάλπισμα στο τσούρμο και θα πάρουν φωτιά τα ματσακόνια, στη κουβέρτα του παλιού φορτηγού.

     Ο Γραμματικός  σαν κυνηγός που προσμένει να φανεί το θήραμα του, διοπτεύει με την διόπτρα της αριστερής βαρδιόλας  για να υπολογίσει το σφάλμα της πυξίδας,κατά την αληθή Δύση του ήλιου, όπως τον έμαθαν στη σχολή εμποροπλοιάρχων της Ύδρας. Τότε που ήταν ακόμα νέος και είχε φτερά της νιότης κι έκανε όνειρα πολλά. Πέρασαν όμως τα χρόνια, μάδησαν τα φτερά κι η φαντασία κουράστηκε να πλέκει όνειρα. Θυμάται όμως πάντοτε τον γέρο Δάσκαλο του, στο μάθημα της Ναυτιλίας και δεν αμελεί ποτέ τις συμβουλές του κι ας μη τον εκτιμούσε σαν δάσκαλο πολύ. Ήταν παλιός καπετάνιος, που κάποιος γνώριμος του βουλευτής, τον διόρισε καθηγητή, λίγο πριν πάρει σύνταξη.
Στη σχολή όπως και στα βαπόρια κάπνιζε τσιμπούκι κι ο αρωματικός καπνός, Captain Black, μοσχοβολούσε στους διαδρόμους της σχολής. Ούτε μέσα στην αίθουσα το αποχωριζόταν, μόνο που το είχε πάντοτε σβηστό. Επέμενε πολύ στο μάθημα του, στον υπολογισμό τους σφάλματος πυξίδας ή της παραλλαγής, όπως έλεγε. Δεν θα είχε πέσει έξω στο τελευταίο μπάρκο, στα ρηχά της θάλασσας της Ιάβας, αν είχαν υπολογίσει το σφάλμα της πυξίδας και διορθώσει τη πορεία. Η εταιρία που δούλευε δεν του συγχώρεσε αυτή την αβαρία και τον άφησε άνεργο και τότε βρήκε τον βουλευτή που χρόνια ψήφιζε πατροπαράδοτα και τον διόρισε ρουσφετοδάσκαλο, όπως τον έλεγε ο καπετάν Γιάννης.
    Την συμβουλή του όμως, πιστά ακολουθούσε. Δυο φορές τη μέρα, αν το επέτρεπαν οι καιρικές  συνθήκες, δεν αμελούσε να υπολογίσει το σφάλμα της πυξίδας, με την αληθή ανατολή ή δύση του ήλιου, πρωί και βράδυ αντίστοιχα. Κάθε φορά που τέλειωνε τον εύκολο, αλλά απαραίτητο υπολογισμό, τραβούσε και μια μολυβιά  στο αλμανάκ κατά την αληθινή δύση. Σημάδι πως πέρασε άλλη μια μέρα ταξιδεύοντας, χωρίς να χαθεί στο χάος του χρόνου και  υπολόγιζε  τα χρόνια που ταξίδευε.
     Ήταν παιδί και γέρασε. Χρόνια στη θάλασσα και στη στεριά με μήνες. Από  τότε που τέλειωσε τη σχολή, ένα ταξίδι η ζωή του. Ήταν μονόδρομος ο δρόμος της θάλασσας για τους άνδρες, στο μικρό νησί του. Άλλο επάγγελμα δεν γνώριζαν, μόνο του Ναυτικού.  Κανείς δεν κατάφερε ή δεν προσπάθησε να ξεστρατίσει. Γαλόνια και ναυτικές σχολές, ταξίδια και καράβια, τα όνειρα του καπετάν Γιάννη. Πέρασε στη σχολή από τους πρώτους και το όνειρο του, πήρε το δρόμο του.  Ο Νικόλας, ο Κωνσταντής, ο Αλέξης, ο Παύλος  και όλα τα παιδιά της ηλικίας του, συνεχίζουν να ταξιδεύουν. Άλλοι καπεταναίοι , άλλοι μηχανικοί, ναύτες  και λοστρόμοι.  Μόνο ο Διαμαντής δεν γύρισε από το τελευταίο του μπάρκο. Ούτε το καράβι που ταξίδευε, δεν έπιασε στεριά. Χάθηκε αύτανδρο μια νύχτα του χειμώνα στον Ειρηνικό και ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς.  Οι ευχάριστες αναμνήσεις βοηθούνε στο ταξίδι, μα σαν μπλέκουν με τις άσχημες, μαύρο γίνεται το γαλάζιο της θάλασσας κι ο νους δεν ημερεύει.
     Οι ναύτες , ο λοστρόμος, οι λαδάδες κι ο ντοκουμάνης , μάγειρας και καμαρότοι, όλοι προσμένουν τον ήλιο να χαμηλώσει για να σχολάσουν. Να κάνουν μπάνιο, να διώξουν τις σκουριές από τα ιδρωμένα κορμιά οι πρώτοι, τα λάδια και τις μουντζούρες οι δεύτεροι κι όλοι μαζί να ξεχάσουν την κούραση της μέρας. Έχουν συνηθίσει το θολό νερό, από τις σκουριές των δεξαμενών και σωληνώσεων, γιατί δεν έχουν άλλη επιλογή κι ο ιδρώτας δεν υποφέρεται. Άλλοι πάνω σε ξύλινους πάγκους, άλλοι στα κουβούσια ,στις μπίντες ή στους κάβους στη πρύμνη ξεκουράζουν τα κουρασμένα τους κορμιά. Πίνουν καφέ ή καμιά μπύρα. Κάποιοι κουβεντιάζουν μεταξύ τους και οι περισσότεροι αμίλητοι αγναντεύουν το πέλαγος. Κάτι θα σκέφτονται ή θα ονειρεύονται.
     Κουράζουν τα ταξίδια των μεγάλων φορτηγών. Διαρκούν μέρες, βδομάδες και κάποιες φορές τελειώνει ο μήνας και το ταξίδι συνεχίζεται. Χιλιάδες τα μίλια των θαλασσινών διαδρομών, της μοναξιάς και των ονείρων. Ατέλειωτες οι ώρες και μονότονες, από το πρόσω ολοταχώς μέχρι την άφιξη στον προορισμό. Πώς να περάσει τόσος χρόνος? Θεριεύει η πλήξη και δεν την χωρούν οι τέσσερις τοίχοι. Πρέπει να βρουν τρόπο να την δαμάσουν ή τουλάχιστον να την ξεχάσουν. Κάποιοι διαβάζουν, άλλοι γράφουν γράμματα σ’ αγαπημένα πρόσωπα, μερικοί φτιάχνουν κόμπους παράξενους κι άλλοι σκαρώνουν καίκια με σπιρτόξυλα ή γράφουν στίχους, ανορθόγραφους και άτεχνους συχνά. Όλοι τους σαν έρθει η ώρα του ύπνου, κάνουν το τελευταίο τους τσιγάρο, καληνυχτίζουν τις φωτογραφίες που τους κρατούν συντροφιά και ξαπλώνουν, περιμένοντας το ξημέρωμα, που δεν θα διαφέρει σε τίποτα από το προηγούμενο. Θα βρεθούν στο μηχανοστάσιο ή στο κατάστρωμα. Θα κάνουν ότι κάνουν κάθε μέρα στο πέλαγος και θα περιμένουν να σχολάσουν. Είναι τυχεροί όσοι δουν ένα καλό όνειρο στον ύπνο τους. Αν δούνε όνειρο κακό, ο ύπνος πάει. Αγριεύουν και που να κλείσουν μάτι. Ανάβουν το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο και μάταια προσπαθούν να το ξεχάσουν. Το πρωί σηκώνονται και  περισσότερο κουρασμένους τους βρίσκει η σκάντζα βάρδια.
     Κοντεύει να τελειώσει ο Γραμματικός τη βάρδια και του ετοιμάζεται να παραδώσει στον επόμενο Ανθυποπλοίαρχο. Σημείωσε τη θέση του πλοίου στον ναυτικό χάρτη, μετά από αστρονομική παρατήρηση. Έμπειρος καθώς ήταν έπαιζε τον εξάντα στα δάχτυλα και δεν έκανε ποτέ λάθος. Τα αστέρια και το φεγγάρι ήταν φίλοι του, έλεγε συχνά.  Ο καιρός ήταν καλός και θα κοιμόταν ήσυχος, όπως ήσυχη ήταν και η βάρδια που πέρασε. Μόνο ο ναύτης που είχε τιμονιέρη, τον στεναχωρούσε. Πριν αναχωρήσουν από το τελευταίο λιμάνι ναυτολογήθηκε κι αντικατάστησε το παλιό ναύτη Νικολό, που αρρώστησε ξαφνικά και ξεμπάρκαρε.  Τον πήρε στη βάρδια του για σιγουριά, αλλά το μετάνιωσε. Ήταν αμίλητος κι ο καπετάν Γιάννης ήταν πολυλογάς. Χρόνια τώρα, με σοβαρές κι ασήμαντες ιστορίες, με αλήθειες  και ψέματα σκότωνε τις ώρες της βάρδιας. Η κουβέντα θέλει δυο και ο Μηνάς, είχε καταπιεί τη γλώσσα του. Σαν να ήταν  βουβός. Μόνο όταν έπρεπε να απαντήσει κάτι για τη δουλειά απαντούσε, μα και τότε με ένα ναι ή ένα όχι. Μόλις εύρισκε ευκαιρία και την πόρτα της γέφυρας ανοιχτή, πήγαινε στη βαρδιόλα.  Σκούπιζε με την απαλάμη του, την υγρασία και αλμύρα της κουπαστής και ακουμπούσε τα χέρια του. Στις νυχτερινές βάρδιες παρατηρούσε στον ουρανό τα αστέρια και τη μέρα, τους γλάρους  που και μακριά στο πέλαγος, ακολουθούσαν τα καράβια. Σαν σκάπουλος ήταν καλός. Δεν του ξέφευγε πλεούμενο και ενημέρωνε αμέσως τον γραμματικό. Πλοίο αντιπλέει  στην αριστερή μάσκα ή πλοίο κροσάρει από δεξιά κι ούτε λέξη περίσσια. 
     - Γεια σου καπετάν Γιάννη, σκάντζα βάρδια, χαιρέτησε ο αντικαταστάτης του Ανθυποπλοίαρχος, που συνήθιζε να ανεβαίνει στη Γέφυρα, πάντα καθυστερημένος.
     - Καλώς τον καπετάν  Αντώνη  κι ας άργησε!
     Μπήκε στο chart room κι έγραψε το ημερολόγιο πριν παραδώσει τη βάρδια και την διακυβέρνηση του πλοίου. Πορεία: 180 , άνεμος  ΝΔ/4, Αίθριος καιρός, θάλασσα λίγο τεταραγμένη.  Έκλεισε το ημερολόγιο, έβαλε το μολύβι στη θέση του, τον διπαράλληλο πάνω στο χάρτη και έδειξε στον καπετάν Λευτέρη τη πιθανή θέση του πλοίου, μετά την αναμέτρηση από το τελευταίο αστρονομικό στίγμα. Μάζεψε και τη γομολάστιχα που είχε πέσει στο πάτωμα και μετά πέρασαν και οι δυο μαζί στη γέφυρα. Αντάλλαξαν λίγα λόγια κι αφού συνήθισαν στο σκοτάδι, τα μάτια του Αντώνη, του ευχήθηκε καλή βάρδια. Άλλη μια μέρα είχε περάσει. Κατεβαίνοντας από τη γέφυρα, πέρασε από το γραφεί του Καπετάνιου, του είπε όλα καλά και πήγε στη τραπεζαρία. Το φαγητό τον περίμενε στρωμένο στο τραπέζι και η μπουγάδα που την είχε παρατήσει στη μέση, στο χώρο πλυντηρίων του πλοίου.
     Κόντευε να βγει στη σύνταξη ο καπετάν Αντώνης. Από μικρός κι αυτός στη θάλασσα. Στην αρχή τζόβενο, μετά ναύτης και για πολλά χρόνια λοστρόμος. Στα τελευταία τρία χρόνια μπάρκαρε Ανθυποπλοίαρχος. Είχε πάρει το ευεργετικό δίπλωμα του Πλοιάρχου Γ’, αλλά τα γράμματα του λίγα. Με το ζόρι κρατήθηκε στο νησί του και τέλειωσε το Δημοτικό. Μαγνήτης η θάλασσα και τον τράβηξε στην αγκαλιά της. Με τον γραμματικό, δεν τα πήγαινε και πολύ καλά, γιατί του έκοβε υπερωρίες. Η θάλασσα και τα χρόνια που φορτώθηκαν στη πλάτη, τον έκαναν και λίγο γκρινιάρη.
   - Πάλι σκέτο έκανες τον καφέ Λευτέρη, παρατήρησε τον ναύτη της βάρδιας του. Πριν ανέβει στη γέφυρα, είχε φάει το μεσημεριανό γλυκό της Κυριακής κι ο καφές του φάνηκε πικραμύγδαλο.
    -Έχεις πολύ καιρό στο βαπόρι καπετάν Αντώνη. Κουράζει η λαμαρίνα. Όσο δεν ξεμπαρκάρεις, άλλο τόσο θα πικραίνει ο καφές.
     Είχαν βρεθεί στα ίδια μπάρκα, τον είχε και λοστρόμο πιο παλιά και είχε το θάρρος να του μιλάει ανοιχτά, αλλά πάντα με  τον απαιτούμενο σεβασμό και λόγω ηλικίας.
    -Αν θέλεις να ηρεμήσεις, έλα να βγούμε στη βαρδιόλα, να σου πω ένα όνειρο που είδα χθες το βράδυ, για να περάσει και η βάρδια. Το φεγγάρι είναι όρθιο, άρα ξάπλα ο καπετάνιος. Θα περάσουμε ήσυχη βάρδια, αφού και ο καιρός είναι καλός και η κίνηση λιγοστή.
     Άναψε τσιγάρο ο Αντώνης, πήρε και τον καφέ του κι ας ήταν και πικρός και βγήκε  στην αριστερή βαρδιόλα. Έριξε μια ματιά στο αχανές πέλαγο και άραξε στην εσοχή της φαναριέρας. Πλεούμενο δεν φαινόταν στον ορίζοντα. Στίγμα να υπολογίσει με τα άστρα δεν γνωρίζει. Άντε να περάσει η βάρδια, με του Λευτέρη το όνειρο.
    -Λοιπόν, ταξίδευα με το Παναγία Θεοσκέπαστη, μ’ αυτό που σε είχα λοστρόμο  θυμάσαι και με είχες ξεθεώσει στις σκαλωσιές και στα άλμπουρα. Κάπου στα τροπικά με ζέστη ανυπόφορη. Θα κόντευε μεσημέρι και δούλευα στη πλώρη. Ξαφνικά έγινε χαλασμός του κόσμου. Μαύρα σύννεφα, πελώρια και βαριά, πλησίαζαν με ταχύτητα ανέμου. Πριν προλάβω να μαζέψω τα σύνεργα της δουλειάς, πινέλα, μπογιές , στουπιά, η βροχή έπεφτε σαν καταρράχτης. Μούσκεψα σε δευτερόλεπτα  και τα σύννεφα, όπως ήρθαν, εξαφανίστηκαν. Ακούμπησα  μπροστά από τη πόμπα, για να μη με βλέπει ο καπετάνιος από τα φινιστρίνια της καμπίνας του. Περίμενα να με φωνάξεις για μεσημεριανό φαγητό. Εκείνη τη στιγμή μια σκιά σκέπασε το βρεγμένο κορμί μου. Ένα μικρό άσπρο συννεφάκι, ξεκομμένο από τα πρώτα τα μαύρα κι άραχνα, στάθηκε ακριβώς από πάνω μου. Εκεί που σκεφτόμουν, πως ξέκοψε από το κοπάδι, αυτό το όμορφο συννεφάκι, ανοίγει ένα πελώριο στόμα και με ρούφηξε. Όπως ρουφά ο διψασμένος το νερό στην έρημο. Προσπάθησα να φωνάξω, να ζητήσω βοήθεια , αλλά φωνή δεν βγήκε από το στόμα μου. Σύντομα χάθηκε το καράβι από τα μάτια μου. Ταξίδευα στον ουρανό, μέσα στο στόμα του σύννεφου. Η καρδιά μου χτυπούσε σε άγνωστο ρυθμό, του άγνωστου και του φόβου. Πότε με πήγαινε ψηλά και τα βαπόρια έμοιαζαν βαρκούλες. Άλλοτε  πετούσε χαμηλά, που νόμιζα ότι θα καρφωνόμουν  στα άλμπουρα των καραβιών, που ταξίδευαν στη περιοχή, μέχρι που  βρέθηκα σε άγνωστες στεριές, σε λίμνες και θολά ποτάμια. Σε παραλίες ξωτικές και σε πολιτείες άγνωστες.
     -Πάρε ανάσα ρε Λευτέρη. Με ζάλισες.
Είχε σταματήσει το ελαφρύ αεράκι που φυσούσε από τη πλώρη και η υγρασία ήταν ανυπόφορη κι ο καπετάν Αντώνης έξυνε τα σκέλια του με μανία. Κουσούρι κι αυτό των ταξιδιών στα τροπικά κλίματα.  Ο Λευτέρης άδραξε την ευκαιρία και την κοπάνησε για την ρεσπέντζα, για νερό και τσιγάρο. Ήθελε να φορτώσει τη μπαταρία, για να συνεχίσει το όνειρο.  Πριν ανέβει στη γέφυρα, πέρασε από την πρύμη. Εκεί ήταν οι τελευταίοι , που έπιναν τις μπύρες τους, για να ξεχασθούν και να πάνε για ύπνο. Ήταν όλοι τους ντειμάνηδες, εκτός από τον Νικόλα τον λαδά, που άντεχε το ξενύχτι όπως έλεγε και ξενυχτούσε μαζί τους.
     -Έλα ρε Λευτέρη, κοντεύει να τελειώσει η βάρδια. Που ήσουν τόση ώρα. Δεν θα προλάβεις να τελειώσεις το όνειρο.
      Έξυσε το κεφάλι του σαν Γιαπωνέζος . Θυμήθηκε που είχε μείνει και συνέχισε.
    -Κάποια στιγμή πετούσαμε πάνω από το νησί μου. Πήγα να φωνάξω από χαρά, μα  ήμουν άλαλος. Κάτω από την ανθισμένη μυγδαλιά, στην αυλή τους σπιτιού μου, η αρραβωνιαστικιά μου κεντούσε ανέμελη. Ο πόθος μου να βρεθώ στην αγκαλιά της, νίκησε τον φόβο μου. Ξέφυγα με μια αστραπιαία κίνηση, από το στόμα που με κρατούσε φυλακισμένο κι άρχισα να πέφτω αργά-αργά στο κενό. Είχα νικήσει και την βαρύτητα, για να δώσω χρόνο στην Πηνελόπη να ανοίξει τα χέρια και να με αγκαλιάσει, όπως ποθούσα. Μα δεν πρόλαβα. Με τον ίδιο τρόπο , για δεύτερη φορά με ρούφηξε το συννεφένιο στόμα κι όλο ξεμάκραινα ανεβαίνοντας στον φυσικό χώρο των σύννεφων, στον ουρανό. Με ανοιχτά τα χέρια σαν φτερά, προσπαθούσε να πετάξει η Πηνελόπη για να με φθάσει στον ουρανό, μέχρι που έμεινε μια ακίδα στην απεραντοσύνη του κόσμου και έπαψα να την βλέπω.
Στα πόδια της θα έπεσε το βελονάκι και το κέντημα που κεντούσε. Τα άνθη της μυγδαλιάς μαράθηκαν και θα έσβησε το χαμόγελο από τα όμορφα της χείλη.
     Ένα καράβι κροσάριζε από δεξιά κι ο Λευτέρης έτρεξε στο τιμόνι. Το έβαλε στη θέση χειροκίνητο και με τις οδηγίες του καπετάν Αντώνη, κατάφεραν να φυλάξουν με ασφάλεια το πλοίο που τους έδειχνε κόκκινο και τους πλησίαζε επικίνδυνα. Όταν νετάρισαν , ξεχώρισαν τα εμπορευματοκιβώτια στο κατάστρωμα του πλοίου. Τόσο κοντά πλησίασαν τα δυο πλοία.
     -Ήμουν σίγουρος ότι θα ήταν container, είπε ο καπετάν Αντώνης, βάζοντας ξανά το πηδάλιο, στον αυτόματο πιλότο. Άναψε κι άλλο τσιγάρο, για να πέσει η αδρεναλίνη, που ανεβαίνει κάθε φορά στα δύσκολα.
    -Είναι αλήθεια πως στα γρήγορα βαπόρια, ταξιδεύουν γρήγορα και τα όνειρα? Ρώτησε ρητορικά ο Λευτέρης, κοιτάζοντας  το πλοίο μέχρι που χάθηκε κι ο φανός της κορώνης, στο βάθος του σκοτεινού ορίζοντα και συνέχισε την εξιστόρηση του ονείρου ακάθεκτος.
    Συνεχίσαμε λοιπόν το ταξίδι. Πάνω από αγριεμένες θάλασσες με κύματα βουνά. Πάνω από κάμπους και ψηλά βουνά. Σε χαμηλή πτήση είδα εργάτες με γεροδεμένα κορμιά, πάνω σε σκαλωσιές. Στο κάμπο είδα αγρότες να οργώνουν κι αλλού να θερίζουν. Σε μικρά νησιώτικα λιμάνια, είδα ψαράδες να ξεψαρίζουν και να μπαλώνουν τα δίχτυα τους.  Σε κακόφημες γειτονιές μεγάλων πόλεων είδα να κάνουν πιάτσα πλανόδιοι πωλητές, έμποροι ναρκωτικών,  τραβεστί και πόρνες, κυνηγημένοι από αστυνόμους και λοιπά όργανα εξουσίας. Σε ερημικές παραλίες έκαναν έρωτα νεανικά ζευγάρια και το απαλό κύμα τους χάιδευε τα καλλίγραμμα κορμιά τους. Νέγροι με λευκές καλλονές, χόρευαν σε πλατείες. Σε απόκρημνες βουνοκορφές καλόγριες κάποιας θρησκείας άγνωστης, έψαλαν  ψαλμούς αλλόκοτους και με τα κατάλευκα χέρια τους χάιδευαν τα απόκρυφα τους μέρη, δοξάζοντας τον αυνανιστή θεό ή το θεό της μοναξιάς, αν υπάρχουν.  Οι άγριες φωνάρες σου με ξύπνησαν για σκάντζα βάρδια και ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα.  Στα καλλίτερα με ξύπνησες.
     Με το όνειρο πέρασε η βάρδια. Ήρθαν οι αντικαταστάτες της επόμενης βάρδιας και το έκοψε απότομα, ο ονειροπόλος και παραμυθάς ναύτης. Έγραψε το ημερολόγιο ο καπετάν Αντώνης και παρέδωσε όπως έπρεπε στον επόμενο καπετάνιο. Την στιγμή που ευχόταν καλή βάρδια , στην βάρδια 12- 4, ένα πεφταστέρι, έπεσε και έσβησε στο ήρεμο πέλαγος.
    Το ταξίδι συνεχίζεται και οι εναλλαγές  στις βάρδιες, καλοκουρδισμένο  ρολόι. Η βάρδια 12-4 είναι λένε η πιο δύσκολη. Κάποιοι όμως δεν την αλλάζουν ποτέ, γιατί δεν τους ενοχλεί κανείς κι ο καπετάνιος συνήθως κοιμάται αυτή την ώρα.
    Ο καιρός ξαφνικά άρχισε να χαλάει. Άρχισε να φυσάει, να πέφτει το βαρόμετρο και η θερμοκρασία. Τίποτα δεν θύμιζε τις προηγούμενες βάρδιες, που κύλησαν ήρεμα. Τα κύματα ώρα με την ώρα, μεγάλωναν  το μπόι τους και πάλευαν με την πλώρη. Όλους τους είχε ξεγελάσει η καλοσύνη και το λάθος ραπόρτο του Μαρκόνι. Το μπότζι ξύπνησε τον καπετάνιο κι ανέβηκε στη γέφυρα. Το παλιό σκαρί αγκομαχούσε παλεύοντας με τα κύματα. Άλλοι έκαναν το σταυρό τους κι άλλοι βλαστημούσαν, το κακό το ριζικό τους. Δύσκολα στέκονται στα πόδια τους, στη γέφυρα. Κρατάνε γερά τους χειραγωγούς κι έχουν τα πόδια τους ανοιχτά, σχηματίζοντας με το πάτωμα, το Δ κεφαλαίο. Ο ναύτης στο τιμόνι, με την τέχνη και την εμπειρία του, προσπαθεί αν αποφύγει τα κύματα που με την ώρα θέριευαν.
     Ο καπετάνιος όταν είδε τα δύσκολα, τραβέρσωσε το καράβι, ελαττώνοντας την ταχύτητα του πλοίου, με την συνεννόηση του πρώτου μηχανικού. Το χύμα φορτίο είναι επικίνδυνο, σαν το κύμα διπλαρώσει το καράβι κι ο καλός ο καπετάνιος, στη φουρτούνα φαίνεται. Κι οι δυο τους πολυταξιδεμένοι, είχαν μάθει να σέβονται την θάλασσα κι όχι να την φοβούνται.
    Οι αστραπές και οι βροντές, τα σύννεφα που περνούσαν πολύ χαμηλά, λίγα μέτρα πάνω από τα άλμπουρα, έφεραν καταρρακτώδη  βροχή. Οι αντένες από τον θυελλώδη άνεμο σφύριζαν δαιμονισμένα και η ορατότητα έπεσε πολύ. Ο Ανθυποπλοίαρχος σκυφτός στο ραντάρ ήλεγχε για παραπλέοντα πλοία, στην κλίμακα των 12 και 24 μιλίων, για αποφυγή σύγκρουσης , αλλά και για συντροφιά στις δύσκολες ώρες.
    Όσο και να νυστάζεις, ύπνος δεν σε πιάνει τέτοιες ώρες. Γραμματικός και λοστρόμος, ανέβηκαν στη γέφυρα.  Όλοι κοιτούσαν τα αφρισμένα κύματα και κανείς δεν μιλούσε. Στο κάθε άναμμα των σπίρτων, προλάβαινες να δεις την αγωνία μες στα μάτια τους και άναβαν πολλά σπίρτα, γιατί όλοι τους κάπνιζαν πολύ αυτή τη νύχτα.
     Κόντευαν να φθάσουν στο λιμάνι, όταν καλμάρισε  ο καιρός και μπουνατσάρισε η θάλασσα. Τότε ξυρίστηκε, φόρεσε τα καλά του, όπως συνηθίζεται και υποδέχθηκε τον πιλότο στην αρχή και μετά τις αρχές και τον πράκτορα.
     -Είχες καλό ταξίδι καπετάνιε τον ρώτησαν
     -Καλό κι ευλογημένο, τους απάντησε.
     Ο λοστρόμος με το τσούρμο της κουβέρτας, ετοίμασαν το πλοίο για εκφόρτωση.  Σήκωσαν τις μπίγες, άνοιξαν τα αμπάρια. Οι ναυλωτές είναι πάντα βιαστικοί  και με το χρονόμετρο στο χέρι. Σαν γίνουν όλα καθώς πρέπει και το πλοίο είναι έτοιμο να ξεκινήσει η εκφόρτωση, το τσούρμο περιμένει την αλληλογραφία. Λαχταρούν να μάθουν νέα και το γράμμα που πιάνουν στα χέρια τους, τους δίνει χαρά και ξεχνούν κούραση και το άσχημο ταξίδι που πέρασαν. Τα καλά νέα, βάλσαμο στις πληγές της μοναξιάς.
     Σαν τελειώσουν οι τυπικές διαδικασίες με τις αρχές του λιμανιού και δώσουν ελευθεροεπικοινωνία, αποβιβάζονται, με τις παραφουσκωμένες τσάντες τους. Συνήθεια από τα παλιά να παίρνουν τα δώρα τους και αν ο καπετάνιος, κάνει πως ξέχασε να τους δώσει, του το θυμίζουν με τον τρόπο τους. Τσιγάρα και «ευγενή» ποτά προτιμούν και στα πιο φτωχά λιμάνια απαιτούν και τρόφιμα για να βάλουν την υπογραφή τους, στο αυτονόητο της  υποχρέωσης τους. Αφού αποβιβασθεί  και ο τελευταίος, ανεβαίνουν οι εργάτες του λιμανιού με τα σύνεργα τους και πιάνουν τα πόστα τους. Άλλοι στα μέσα εκφόρτωσης, άλλοι κατεβαίνουν στα αμπάρια κι άλλοι να κάνουν κουμάντο σε κάθε πόστα χωριστά.
    Όσοι δεν είχαν βάρδια από το πλήρωμα, ετοιμάζονται για έξοδο. Ανυπομονούν να πατήσουν στεριά, να ταχυδρομήσουν τα γράμματα που είχαν γράψει στο ταξίδι, να πιούν καφέ σαν άνθρωποι και σαν βραδιάσει, να βρεθούν σε κάποιο μπαρ του λιμανιού. Να πιούν και ζαλισμένοι όσοι μπορούν, να ζητήσουν ένα χάδι και ένα φιλί ακόμα και ακριβό. Τίποτα δεν χαρίζεται κι αυτό το ξέρουν.  Σε κάποια σκοτεινή γωνιά του μπαρ, που μύριζε μούχλα και άρωμα φθηνό, βρέθηκε και ο Μηνάς παρέα με τον Καπετάν Λευτέρη.  Είχαν συμφωνήσει να βγουν μαζί έξω, σαν θα έφταναν στο λιμάνι. Είχαν την ίδια ηλικία και ταίριαξαν. Στο δεύτερο – τρίτο ποτό, δεν άντεξε ο Μηνάς.  Μοίρασε τον κρυφό του καημό στον φίλο του. Λίγες μέρες πριν μπαρκάρει, είχε θάψει τη μάνα του και τώρα τον βασάνιζαν οι τύψεις. Ποιος θα της άναβε το καντήλι, τώρα που ο μονάκριβος της ταξιδεύει μακριά?
     Άλλα δυο σε παρακαλώ, φώναξε στην σερβιτόρα ο Λευτέρης κι αγκάλιασε τον Μηνά.
Τα μάτια τους ήταν δακρυσμένα, μα δεν τα έβλεπε κανείς στο μισοσκόταδο.
    Άλλο ένα μεγάλο ταξίδι είχε τελειώσει. Μάζεψαν κουράγιο και δύναμη για το επόμενο.
Πως θα συνέχιζαν αν δεν ξεχνούσαν ή δεν προσπαθούσαν να ξεχάσουν.
    Όταν σαλπάρισαν κι ο καπετάν Γιάννης έμαθε τα άσχημα νέα του Μηνά, τον ξαναπήρε στη βάρδια του. Είχε λόγο που σιωπούσε ο Ναύτης του.  Έγιναν φίλοι καλοί και με συζητήσεις ατέλειωτες, συνέχισαν τα ταξίδια τους.

                                                                                                    Ινδικός Ωκεανός
                                                                                                       Μάρτης ‘ 95

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ταξιδεύοντας δίπλα στο σπίτι μου

                                              Ταξιδεύοντας δίπλα στο σπίτι μου       Είχα κάμποσα χρόνια να πιάσω Αιγυπτιακό λιμάνι και ...